헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκαρδαμύσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκαρδαμύσσω

형태분석: σκαρδαμύσς (어간) + ω (인칭어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 윙크하다, 눈을 깜빡이다, 찡그리다
  1. to blink, wink

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκαρδαμύσσω

(나는) 윙크한다

σκαρδαμύσσεις

(너는) 윙크한다

σκαρδαμύσσει

(그는) 윙크한다

쌍수 σκαρδαμύσσετον

(너희 둘은) 윙크한다

σκαρδαμύσσετον

(그 둘은) 윙크한다

복수 σκαρδαμύσσομεν

(우리는) 윙크한다

σκαρδαμύσσετε

(너희는) 윙크한다

σκαρδαμύσσουσιν*

(그들은) 윙크한다

접속법단수 σκαρδαμύσσω

(나는) 윙크하자

σκαρδαμύσσῃς

(너는) 윙크하자

σκαρδαμύσσῃ

(그는) 윙크하자

쌍수 σκαρδαμύσσητον

(너희 둘은) 윙크하자

σκαρδαμύσσητον

(그 둘은) 윙크하자

복수 σκαρδαμύσσωμεν

(우리는) 윙크하자

σκαρδαμύσσητε

(너희는) 윙크하자

σκαρδαμύσσωσιν*

(그들은) 윙크하자

기원법단수 σκαρδαμύσσοιμι

(나는) 윙크하기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοις

(너는) 윙크하기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοι

(그는) 윙크하기를 (바라다)

쌍수 σκαρδαμύσσοιτον

(너희 둘은) 윙크하기를 (바라다)

σκαρδαμυσσοίτην

(그 둘은) 윙크하기를 (바라다)

복수 σκαρδαμύσσοιμεν

(우리는) 윙크하기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοιτε

(너희는) 윙크하기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοιεν

(그들은) 윙크하기를 (바라다)

명령법단수 σκαρδάμυσσε

(너는) 윙크해라

σκαρδαμυσσέτω

(그는) 윙크해라

쌍수 σκαρδαμύσσετον

(너희 둘은) 윙크해라

σκαρδαμυσσέτων

(그 둘은) 윙크해라

복수 σκαρδαμύσσετε

(너희는) 윙크해라

σκαρδαμυσσόντων, σκαρδαμυσσέτωσαν

(그들은) 윙크해라

부정사 σκαρδαμύσσειν

윙크하는 것

분사 남성여성중성
σκαρδαμυσσων

σκαρδαμυσσοντος

σκαρδαμυσσουσα

σκαρδαμυσσουσης

σκαρδαμυσσον

σκαρδαμυσσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκαρδαμύσσομαι

(나는) 윙크된다

σκαρδαμύσσει, σκαρδαμύσσῃ

(너는) 윙크된다

σκαρδαμύσσεται

(그는) 윙크된다

쌍수 σκαρδαμύσσεσθον

(너희 둘은) 윙크된다

σκαρδαμύσσεσθον

(그 둘은) 윙크된다

복수 σκαρδαμυσσόμεθα

(우리는) 윙크된다

σκαρδαμύσσεσθε

(너희는) 윙크된다

σκαρδαμύσσονται

(그들은) 윙크된다

접속법단수 σκαρδαμύσσωμαι

(나는) 윙크되자

σκαρδαμύσσῃ

(너는) 윙크되자

σκαρδαμύσσηται

(그는) 윙크되자

쌍수 σκαρδαμύσσησθον

(너희 둘은) 윙크되자

σκαρδαμύσσησθον

(그 둘은) 윙크되자

복수 σκαρδαμυσσώμεθα

(우리는) 윙크되자

σκαρδαμύσσησθε

(너희는) 윙크되자

σκαρδαμύσσωνται

(그들은) 윙크되자

기원법단수 σκαρδαμυσσοίμην

(나는) 윙크되기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοιο

(너는) 윙크되기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοιτο

(그는) 윙크되기를 (바라다)

쌍수 σκαρδαμύσσοισθον

(너희 둘은) 윙크되기를 (바라다)

σκαρδαμυσσοίσθην

(그 둘은) 윙크되기를 (바라다)

복수 σκαρδαμυσσοίμεθα

(우리는) 윙크되기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοισθε

(너희는) 윙크되기를 (바라다)

σκαρδαμύσσοιντο

(그들은) 윙크되기를 (바라다)

명령법단수 σκαρδαμύσσου

(너는) 윙크되어라

σκαρδαμυσσέσθω

(그는) 윙크되어라

쌍수 σκαρδαμύσσεσθον

(너희 둘은) 윙크되어라

σκαρδαμυσσέσθων

(그 둘은) 윙크되어라

복수 σκαρδαμύσσεσθε

(너희는) 윙크되어라

σκαρδαμυσσέσθων, σκαρδαμυσσέσθωσαν

(그들은) 윙크되어라

부정사 σκαρδαμύσσεσθαι

윙크되는 것

분사 남성여성중성
σκαρδαμυσσομενος

σκαρδαμυσσομενου

σκαρδαμυσσομενη

σκαρδαμυσσομενης

σκαρδαμυσσομενον

σκαρδαμυσσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκαρδάμυσσον

(나는) 윙크하고 있었다

ἐσκαρδάμυσσες

(너는) 윙크하고 있었다

ἐσκαρδάμυσσεν*

(그는) 윙크하고 있었다

쌍수 ἐσκαρδαμύσσετον

(너희 둘은) 윙크하고 있었다

ἐσκαρδαμυσσέτην

(그 둘은) 윙크하고 있었다

복수 ἐσκαρδαμύσσομεν

(우리는) 윙크하고 있었다

ἐσκαρδαμύσσετε

(너희는) 윙크하고 있었다

ἐσκαρδάμυσσον

(그들은) 윙크하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκαρδαμυσσόμην

(나는) 윙크되고 있었다

ἐσκαρδαμύσσου

(너는) 윙크되고 있었다

ἐσκαρδαμύσσετο

(그는) 윙크되고 있었다

쌍수 ἐσκαρδαμύσσεσθον

(너희 둘은) 윙크되고 있었다

ἐσκαρδαμυσσέσθην

(그 둘은) 윙크되고 있었다

복수 ἐσκαρδαμυσσόμεθα

(우리는) 윙크되고 있었다

ἐσκαρδαμύσσεσθε

(너희는) 윙크되고 있었다

ἐσκαρδαμύσσοντο

(그들은) 윙크되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 윙크하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION