고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: σιδηρόπληκτος σιδηρόπληκτη σιδηρόπληκτον
Structure: σιδηροπληκτ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | σιδηρόπληκτος | σιδηρόπλήκτη | σιδηρόπληκτον |
Genitive | σιδηροπλήκτου | σιδηρόπλήκτης | σιδηροπλήκτου | |
Dative | σιδηροπλήκτῳ | σιδηρόπλήκτῃ | σιδηροπλήκτῳ | |
Accusative | σιδηρόπληκτον | σιδηρόπλήκτην | σιδηρόπληκτον | |
Vocative | σιδηρόπληκτε | σιδηρόπλήκτη | σιδηρόπληκτον | |
Dual | N/A/V | σιδηροπλήκτω | σιδηρόπλήκτᾱ | σιδηροπλήκτω |
G/D | σιδηροπλήκτοιν | σιδηρόπλήκταιν | σιδηροπλήκτοιν | |
Plural | Nominative | σιδηρόπληκτοι | σιδηρό́πληκται | σιδηρόπληκτα |
Genitive | σιδηροπλήκτων | σιδηρόπληκτῶν | σιδηροπλήκτων | |
Dative | σιδηροπλήκτοις | σιδηρόπλήκταις | σιδηροπλήκτοις | |
Accusative | σιδηροπλήκτους | σιδηρόπλήκτᾱς | σιδηρόπληκτα | |
Vocative | σιδηρόπληκτοι | σιδηρό́πληκται | σιδηρόπληκτα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | σιδηρόπληκτος σιδηροπλήκτου | σιδηροπληκτότερος σιδηροπληκτοτέρου | σιδηροπληκτότατος σιδηροπληκτοτάτου |
Adverb | σιδηροπλήκτως | σιδηροπληκτότερον | σιδηροπληκτότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기