Ancient Greek-English Dictionary Language

σιδηρόδετος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σιδηρόδετος σιδηρόδετον

Structure: σιδηροδετ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. iron-bound

Examples

  • ἡ δ’ ἀνατολικὴ πύλη τοῦ ἐνδοτέρω ναοῦ χαλκῆ μὲν οὖσα καὶ στιβαρωτάτη, κλειομένη δὲ περὶ δείλην μόλισ ὑπ’ ἀνθρώπων εἴκοσι, καὶ μοχλοῖσ μὲν ἐπερειδομένη σιδηροδέτοισ, κατάπηγασ δὲ ἔχουσα βαθυτάτουσ εἰσ τὸν οὐδὸν ὄντα διηνεκοῦσ λίθου καθιεμένουσ, ὤφθη κατὰ νυκτὸσ ὡρ́αν ἕκτην αὐτομάτωσ ἠνοιγμένη. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 332:1)

Synonyms

  1. iron-bound

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION