Ancient Greek-English Dictionary Language

σαπρίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σαπρίζω σαπριῶ

Structure: σαπρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rot, make rotten or stinking

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σαπρίζω σαπρίζεις σαπρίζει
Dual σαπρίζετον σαπρίζετον
Plural σαπρίζομεν σαπρίζετε σαπρίζουσιν*
SubjunctiveSingular σαπρίζω σαπρίζῃς σαπρίζῃ
Dual σαπρίζητον σαπρίζητον
Plural σαπρίζωμεν σαπρίζητε σαπρίζωσιν*
OptativeSingular σαπρίζοιμι σαπρίζοις σαπρίζοι
Dual σαπρίζοιτον σαπριζοίτην
Plural σαπρίζοιμεν σαπρίζοιτε σαπρίζοιεν
ImperativeSingular σάπριζε σαπριζέτω
Dual σαπρίζετον σαπριζέτων
Plural σαπρίζετε σαπριζόντων, σαπριζέτωσαν
Infinitive σαπρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σαπριζων σαπριζοντος σαπριζουσα σαπριζουσης σαπριζον σαπριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σαπρίζομαι σαπρίζει, σαπρίζῃ σαπρίζεται
Dual σαπρίζεσθον σαπρίζεσθον
Plural σαπριζόμεθα σαπρίζεσθε σαπρίζονται
SubjunctiveSingular σαπρίζωμαι σαπρίζῃ σαπρίζηται
Dual σαπρίζησθον σαπρίζησθον
Plural σαπριζώμεθα σαπρίζησθε σαπρίζωνται
OptativeSingular σαπριζοίμην σαπρίζοιο σαπρίζοιτο
Dual σαπρίζοισθον σαπριζοίσθην
Plural σαπριζοίμεθα σαπρίζοισθε σαπρίζοιντο
ImperativeSingular σαπρίζου σαπριζέσθω
Dual σαπρίζεσθον σαπριζέσθων
Plural σαπρίζεσθε σαπριζέσθων, σαπριζέσθωσαν
Infinitive σαπρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σαπριζομενος σαπριζομενου σαπριζομενη σαπριζομενης σαπριζομενον σαπριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION