Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥᾳδιουργέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ῥᾳδιουργέω ῥᾳδιουργήσω

Structure: ῥᾳδιουργέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: r(adiourgo/s

Sense

  1. to do things with ease or off-hand
  2. to live an easy, lazy life, take things easily
  3. to act thoughtlessly or recklessly, to do wrong, misbehave

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ῥᾳδιούργω ῥᾳδιούργεις ῥᾳδιούργει
Dual ῥᾳδιούργειτον ῥᾳδιούργειτον
Plural ῥᾳδιούργουμεν ῥᾳδιούργειτε ῥᾳδιούργουσιν*
SubjunctiveSingular ῥᾳδιούργω ῥᾳδιούργῃς ῥᾳδιούργῃ
Dual ῥᾳδιούργητον ῥᾳδιούργητον
Plural ῥᾳδιούργωμεν ῥᾳδιούργητε ῥᾳδιούργωσιν*
OptativeSingular ῥᾳδιούργοιμι ῥᾳδιούργοις ῥᾳδιούργοι
Dual ῥᾳδιούργοιτον ῥᾳδιουργοίτην
Plural ῥᾳδιούργοιμεν ῥᾳδιούργοιτε ῥᾳδιούργοιεν
ImperativeSingular ῥᾳδιοῦργει ῥᾳδιουργεῖτω
Dual ῥᾳδιούργειτον ῥᾳδιουργεῖτων
Plural ῥᾳδιούργειτε ῥᾳδιουργοῦντων, ῥᾳδιουργεῖτωσαν
Infinitive ῥᾳδιούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ῥᾳδιουργων ῥᾳδιουργουντος ῥᾳδιουργουσα ῥᾳδιουργουσης ῥᾳδιουργουν ῥᾳδιουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ῥᾳδιούργουμαι ῥᾳδιούργει, ῥᾳδιούργῃ ῥᾳδιούργειται
Dual ῥᾳδιούργεισθον ῥᾳδιούργεισθον
Plural ῥᾳδιουργοῦμεθα ῥᾳδιούργεισθε ῥᾳδιούργουνται
SubjunctiveSingular ῥᾳδιούργωμαι ῥᾳδιούργῃ ῥᾳδιούργηται
Dual ῥᾳδιούργησθον ῥᾳδιούργησθον
Plural ῥᾳδιουργώμεθα ῥᾳδιούργησθε ῥᾳδιούργωνται
OptativeSingular ῥᾳδιουργοίμην ῥᾳδιούργοιο ῥᾳδιούργοιτο
Dual ῥᾳδιούργοισθον ῥᾳδιουργοίσθην
Plural ῥᾳδιουργοίμεθα ῥᾳδιούργοισθε ῥᾳδιούργοιντο
ImperativeSingular ῥᾳδιούργου ῥᾳδιουργεῖσθω
Dual ῥᾳδιούργεισθον ῥᾳδιουργεῖσθων
Plural ῥᾳδιούργεισθε ῥᾳδιουργεῖσθων, ῥᾳδιουργεῖσθωσαν
Infinitive ῥᾳδιούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ῥᾳδιουργουμενος ῥᾳδιουργουμενου ῥᾳδιουργουμενη ῥᾳδιουργουμενης ῥᾳδιουργουμενον ῥᾳδιουργουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ῥᾳδιουργήσω ῥᾳδιουργήσεις ῥᾳδιουργήσει
Dual ῥᾳδιουργήσετον ῥᾳδιουργήσετον
Plural ῥᾳδιουργήσομεν ῥᾳδιουργήσετε ῥᾳδιουργήσουσιν*
OptativeSingular ῥᾳδιουργήσοιμι ῥᾳδιουργήσοις ῥᾳδιουργήσοι
Dual ῥᾳδιουργήσοιτον ῥᾳδιουργησοίτην
Plural ῥᾳδιουργήσοιμεν ῥᾳδιουργήσοιτε ῥᾳδιουργήσοιεν
Infinitive ῥᾳδιουργήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ῥᾳδιουργησων ῥᾳδιουργησοντος ῥᾳδιουργησουσα ῥᾳδιουργησουσης ῥᾳδιουργησον ῥᾳδιουργησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ῥᾳδιουργήσομαι ῥᾳδιουργήσει, ῥᾳδιουργήσῃ ῥᾳδιουργήσεται
Dual ῥᾳδιουργήσεσθον ῥᾳδιουργήσεσθον
Plural ῥᾳδιουργησόμεθα ῥᾳδιουργήσεσθε ῥᾳδιουργήσονται
OptativeSingular ῥᾳδιουργησοίμην ῥᾳδιουργήσοιο ῥᾳδιουργήσοιτο
Dual ῥᾳδιουργήσοισθον ῥᾳδιουργησοίσθην
Plural ῥᾳδιουργησοίμεθα ῥᾳδιουργήσοισθε ῥᾳδιουργήσοιντο
Infinitive ῥᾳδιουργήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ῥᾳδιουργησομενος ῥᾳδιουργησομενου ῥᾳδιουργησομενη ῥᾳδιουργησομενης ῥᾳδιουργησομενον ῥᾳδιουργησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "οὐ ψεύσομαι, οὐ ῥᾳδιουργήσω, οὐκ ἀποστερήσω, οὐκ ἐπιβουλεύσω. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 1:4)
  • "τοῦτ’ οὐ ποιήσω, οὐ ψεύσομαι, οὐ ῥᾳδιουργήσω, οὐκ ἀποστερήσω, οὐκ ἐπιβουλεύσω" τοῦτο γὰρ ἐφ’ ἡμῖν κείμενον οὐ μικρὸν ἀλλὰ μέγα πρὸσ εὐθυμίαν πάρεστιν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 3:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION