Ancient Greek-English Dictionary Language

θωρακοποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θωρακοποιός θωρακοποιόν

Structure: θωρακοποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poie/w

Sense

  1. making breastplates

Examples

  • τούτοισ γὰρ τοῖσ ἀνδράσιν οὐδεὶσ ἀγαθὸσ σύμβουλοσ εἶναι δοκεῖ, οὐ στρατηγὸσ φρόνιμοσ,1 οὐ σοφιστὴσ ἀξιόλογοσ, οὐ ποιητὴσ ὠφέλιμοσ, οὐ δῆμοσ εὐλόγιστοσ ἀλλ’ ἢ Σωκράτησ ὁ μετὰ τῶν Ἀσπασίασ αὐλητρίδων ἐπὶ τῶν ἐργαστηρίων συνδιατρίβων καὶ Πίστωνι τῷ θωρακοποιῷ διαλεγόμενοσ καὶ Θεοδότην διδάσκων τὴν ἑταίραν ὡσ δεῖ τοὺσ ἐραστὰσ παλεύειν,3 ὡσ Ξενοφῶν παρίστησιν ἐν δευτέρῳ Ἀπομνημονευμάτων, τοιαῦτα γὰρ ποιεῖ αὐτὸν παραγγέλματα τῇ Θεοδότῃ λέγοντα, ἃ οὔτε Νικὼ ἡ Σαμία ἢ Καλλιστράτη ἡ Λεσβία ἢ Φιλαινὶσ ἡ Λευκαδία, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Ἀθηναῖοσ Πυθόνικοσ συνεωράκασιν πόθων θέλγητρα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 63 1:2)

Synonyms

  1. making breastplates

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION