헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θωρακίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θωρακίζω

형태분석: θωρακίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qw=rac

  1. to arm with a breastplate or corslet, to put on one's breastplate, with one's breastplate on, cuirassiers
  2. to cover with defensive armour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θωρακίζω

θωρακίζεις

θωρακίζει

쌍수 θωρακίζετον

θωρακίζετον

복수 θωρακίζομεν

θωρακίζετε

θωρακίζουσιν*

접속법단수 θωρακίζω

θωρακίζῃς

θωρακίζῃ

쌍수 θωρακίζητον

θωρακίζητον

복수 θωρακίζωμεν

θωρακίζητε

θωρακίζωσιν*

기원법단수 θωρακίζοιμι

θωρακίζοις

θωρακίζοι

쌍수 θωρακίζοιτον

θωρακιζοίτην

복수 θωρακίζοιμεν

θωρακίζοιτε

θωρακίζοιεν

명령법단수 θωράκιζε

θωρακιζέτω

쌍수 θωρακίζετον

θωρακιζέτων

복수 θωρακίζετε

θωρακιζόντων, θωρακιζέτωσαν

부정사 θωρακίζειν

분사 남성여성중성
θωρακιζων

θωρακιζοντος

θωρακιζουσα

θωρακιζουσης

θωρακιζον

θωρακιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θωρακίζομαι

θωρακίζει, θωρακίζῃ

θωρακίζεται

쌍수 θωρακίζεσθον

θωρακίζεσθον

복수 θωρακιζόμεθα

θωρακίζεσθε

θωρακίζονται

접속법단수 θωρακίζωμαι

θωρακίζῃ

θωρακίζηται

쌍수 θωρακίζησθον

θωρακίζησθον

복수 θωρακιζώμεθα

θωρακίζησθε

θωρακίζωνται

기원법단수 θωρακιζοίμην

θωρακίζοιο

θωρακίζοιτο

쌍수 θωρακίζοισθον

θωρακιζοίσθην

복수 θωρακιζοίμεθα

θωρακίζοισθε

θωρακίζοιντο

명령법단수 θωρακίζου

θωρακιζέσθω

쌍수 θωρακίζεσθον

θωρακιζέσθων

복수 θωρακίζεσθε

θωρακιζέσθων, θωρακιζέσθωσαν

부정사 θωρακίζεσθαι

분사 남성여성중성
θωρακιζομενος

θωρακιζομενου

θωρακιζομενη

θωρακιζομενης

θωρακιζομενον

θωρακιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION