헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θρυλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θρυλίζω

형태분석: θρυλίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qru=los

  1. to make a false note

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρυλίζω

θρυλίζεις

θρυλίζει

쌍수 θρυλίζετον

θρυλίζετον

복수 θρυλίζομεν

θρυλίζετε

θρυλίζουσιν*

접속법단수 θρυλίζω

θρυλίζῃς

θρυλίζῃ

쌍수 θρυλίζητον

θρυλίζητον

복수 θρυλίζωμεν

θρυλίζητε

θρυλίζωσιν*

기원법단수 θρυλίζοιμι

θρυλίζοις

θρυλίζοι

쌍수 θρυλίζοιτον

θρυλιζοίτην

복수 θρυλίζοιμεν

θρυλίζοιτε

θρυλίζοιεν

명령법단수 θρύλιζε

θρυλιζέτω

쌍수 θρυλίζετον

θρυλιζέτων

복수 θρυλίζετε

θρυλιζόντων, θρυλιζέτωσαν

부정사 θρυλίζειν

분사 남성여성중성
θρυλιζων

θρυλιζοντος

θρυλιζουσα

θρυλιζουσης

θρυλιζον

θρυλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρυλίζομαι

θρυλίζει, θρυλίζῃ

θρυλίζεται

쌍수 θρυλίζεσθον

θρυλίζεσθον

복수 θρυλιζόμεθα

θρυλίζεσθε

θρυλίζονται

접속법단수 θρυλίζωμαι

θρυλίζῃ

θρυλίζηται

쌍수 θρυλίζησθον

θρυλίζησθον

복수 θρυλιζώμεθα

θρυλίζησθε

θρυλίζωνται

기원법단수 θρυλιζοίμην

θρυλίζοιο

θρυλίζοιτο

쌍수 θρυλίζοισθον

θρυλιζοίσθην

복수 θρυλιζοίμεθα

θρυλίζοισθε

θρυλίζοιντο

명령법단수 θρυλίζου

θρυλιζέσθω

쌍수 θρυλίζεσθον

θρυλιζέσθων

복수 θρυλίζεσθε

θρυλιζέσθων, θρυλιζέσθωσαν

부정사 θρυλίζεσθαι

분사 남성여성중성
θρυλιζομενος

θρυλιζομενου

θρυλιζομενη

θρυλιζομενης

θρυλιζομενον

θρυλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make a false note

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION