헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θριγκόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θριγκόω θριγκώσω

형태분석: θριγκό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from qrigko/s

  1. 가져오다, 데리다, 되돌아 이끌다, 이끌어나오다, 이르게 하다
  1. to surround with a coping, he fenced, at top
  2. to build even to the copingstone, to put the finishing stroke to, to bring, to the height

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρίγκω

θρίγκοις

θρίγκοι

쌍수 θρίγκουτον

θρίγκουτον

복수 θρίγκουμεν

θρίγκουτε

θρίγκουσιν*

접속법단수 θρίγκω

θρίγκοις

θρίγκοι

쌍수 θρίγκωτον

θρίγκωτον

복수 θρίγκωμεν

θρίγκωτε

θρίγκωσιν*

기원법단수 θρίγκοιμι

θρίγκοις

θρίγκοι

쌍수 θρίγκοιτον

θριγκοίτην

복수 θρίγκοιμεν

θρίγκοιτε

θρίγκοιεν

명령법단수 θρῖγκου

θριγκοῦτω

쌍수 θρίγκουτον

θριγκοῦτων

복수 θρίγκουτε

θριγκοῦντων, θριγκοῦτωσαν

부정사 θρίγκουν

분사 남성여성중성
θριγκων

θριγκουντος

θριγκουσα

θριγκουσης

θριγκουν

θριγκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θρίγκουμαι

θρίγκοι

θρίγκουται

쌍수 θρίγκουσθον

θρίγκουσθον

복수 θριγκοῦμεθα

θρίγκουσθε

θρίγκουνται

접속법단수 θρίγκωμαι

θρίγκοι

θρίγκωται

쌍수 θρίγκωσθον

θρίγκωσθον

복수 θριγκώμεθα

θρίγκωσθε

θρίγκωνται

기원법단수 θριγκοίμην

θρίγκοιο

θρίγκοιτο

쌍수 θρίγκοισθον

θριγκοίσθην

복수 θριγκοίμεθα

θρίγκοισθε

θρίγκοιντο

명령법단수 θρίγκου

θριγκοῦσθω

쌍수 θρίγκουσθον

θριγκοῦσθων

복수 θρίγκουσθε

θριγκοῦσθων, θριγκοῦσθωσαν

부정사 θρίγκουσθαι

분사 남성여성중성
θριγκουμενος

θριγκουμενου

θριγκουμενη

θριγκουμενης

θριγκουμενον

θριγκουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φυγὰσ δ’ ἀλήτησ τῆσδε γῆσ ἀπόξενοσ κάτεισιν, ἄτασ τάσδε θριγκώσων φίλοισ· (Aeschylus, Agamemnon, episode 2:28)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 2:28)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION