Ancient Greek-English Dictionary Language

θορυβοποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θορυβοποιός θορυβοποιόν

Structure: θορυβοποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poie/w

Sense

  1. making an uproar

Examples

  • πᾶσι μὲν οὖν προσέκρουε τοῖσ ἀριστοκρατικοῖσ, μάλιστα δὲ ὀρρωδῶν τὸν Μέτελλον ἠχαριστημένον ὑπ’ αὐτοῦ καὶ φύσει δι’ ἀρετὴν ἀληθῆ] πολεμοῦντα τοῖσ οὐ κατὰ τὸ βέλτιστον ὑποδυομένοισ τὰ πλήθη καὶ πρὸσ ἡδονὴν δημαγωγοῦσιν, ἐπεβούλευε τῆσ πόλεωσ ἐκβαλεῖν τὸν ἄνδρα, καὶ πρὸσ τοῦτο Γλαυκίαν καὶ Σατορνῖνον, ἀνθρώπουσ θρασυτάτουσ καὶ πλῆθοσ ἄπορον καὶ θορυβοποιὸν ὑπ’ αὑτοῖσ ἔχοντασ, σἰκειωσάμενοσ εἰσέφερε νόμουσ δι’ αὐτῶν καὶ τὸ στρατιωτικὸν ἐπάρασ κατεμίγνυε ταῖσ ἐκκλησίαισ καὶ κατεστασίαζε τὸν Μέτελλον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 28 4:1)

Synonyms

  1. making an uproar

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION