Ancient Greek-English Dictionary Language

θολόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: θολόω θολώσω

Structure: θολό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from qolo/s

Sense

  1. to make turbid

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θολῶ θολοῖς θολοῖ
Dual θολοῦτον θολοῦτον
Plural θολοῦμεν θολοῦτε θολοῦσιν*
SubjunctiveSingular θολῶ θολοῖς θολοῖ
Dual θολῶτον θολῶτον
Plural θολῶμεν θολῶτε θολῶσιν*
OptativeSingular θολοῖμι θολοῖς θολοῖ
Dual θολοῖτον θολοίτην
Plural θολοῖμεν θολοῖτε θολοῖεν
ImperativeSingular θόλου θολούτω
Dual θολοῦτον θολούτων
Plural θολοῦτε θολούντων, θολούτωσαν
Infinitive θολοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
θολων θολουντος θολουσα θολουσης θολουν θολουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θολοῦμαι θολοῖ θολοῦται
Dual θολοῦσθον θολοῦσθον
Plural θολούμεθα θολοῦσθε θολοῦνται
SubjunctiveSingular θολῶμαι θολοῖ θολῶται
Dual θολῶσθον θολῶσθον
Plural θολώμεθα θολῶσθε θολῶνται
OptativeSingular θολοίμην θολοῖο θολοῖτο
Dual θολοῖσθον θολοίσθην
Plural θολοίμεθα θολοῖσθε θολοῖντο
ImperativeSingular θολοῦ θολούσθω
Dual θολοῦσθον θολούσθων
Plural θολοῦσθε θολούσθων, θολούσθωσαν
Infinitive θολοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θολουμενος θολουμενου θολουμενη θολουμενης θολουμενον θολουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὣσ ἄρ’ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸσ κυανοπρῴροιο κίονοσ ἐξάψασ μεγάλησ περίβαλλε θόλοιο, ὑψόσ’ ἐπεντανύσασ, μή τισ ποσὶν οὖδασ ἵκοιτο. (Homer, Odyssey, Book 22 76:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION