헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεσμοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεσμοποιέω θεσμοποιήσω

형태분석: θεσμοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make laws

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεσμοποίω

θεσμοποίεις

θεσμοποίει

쌍수 θεσμοποίειτον

θεσμοποίειτον

복수 θεσμοποίουμεν

θεσμοποίειτε

θεσμοποίουσιν*

접속법단수 θεσμοποίω

θεσμοποίῃς

θεσμοποίῃ

쌍수 θεσμοποίητον

θεσμοποίητον

복수 θεσμοποίωμεν

θεσμοποίητε

θεσμοποίωσιν*

기원법단수 θεσμοποίοιμι

θεσμοποίοις

θεσμοποίοι

쌍수 θεσμοποίοιτον

θεσμοποιοίτην

복수 θεσμοποίοιμεν

θεσμοποίοιτε

θεσμοποίοιεν

명령법단수 θεσμοποῖει

θεσμοποιεῖτω

쌍수 θεσμοποίειτον

θεσμοποιεῖτων

복수 θεσμοποίειτε

θεσμοποιοῦντων, θεσμοποιεῖτωσαν

부정사 θεσμοποίειν

분사 남성여성중성
θεσμοποιων

θεσμοποιουντος

θεσμοποιουσα

θεσμοποιουσης

θεσμοποιουν

θεσμοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεσμοποίουμαι

θεσμοποίει, θεσμοποίῃ

θεσμοποίειται

쌍수 θεσμοποίεισθον

θεσμοποίεισθον

복수 θεσμοποιοῦμεθα

θεσμοποίεισθε

θεσμοποίουνται

접속법단수 θεσμοποίωμαι

θεσμοποίῃ

θεσμοποίηται

쌍수 θεσμοποίησθον

θεσμοποίησθον

복수 θεσμοποιώμεθα

θεσμοποίησθε

θεσμοποίωνται

기원법단수 θεσμοποιοίμην

θεσμοποίοιο

θεσμοποίοιτο

쌍수 θεσμοποίοισθον

θεσμοποιοίσθην

복수 θεσμοποιοίμεθα

θεσμοποίοισθε

θεσμοποίοιντο

명령법단수 θεσμοποίου

θεσμοποιεῖσθω

쌍수 θεσμοποίεισθον

θεσμοποιεῖσθων

복수 θεσμοποίεισθε

θεσμοποιεῖσθων, θεσμοποιεῖσθωσαν

부정사 θεσμοποίεισθαι

분사 남성여성중성
θεσμοποιουμενος

θεσμοποιουμενου

θεσμοποιουμενη

θεσμοποιουμενης

θεσμοποιουμενον

θεσμοποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεσμοποιήσω

θεσμοποιήσεις

θεσμοποιήσει

쌍수 θεσμοποιήσετον

θεσμοποιήσετον

복수 θεσμοποιήσομεν

θεσμοποιήσετε

θεσμοποιήσουσιν*

기원법단수 θεσμοποιήσοιμι

θεσμοποιήσοις

θεσμοποιήσοι

쌍수 θεσμοποιήσοιτον

θεσμοποιησοίτην

복수 θεσμοποιήσοιμεν

θεσμοποιήσοιτε

θεσμοποιήσοιεν

부정사 θεσμοποιήσειν

분사 남성여성중성
θεσμοποιησων

θεσμοποιησοντος

θεσμοποιησουσα

θεσμοποιησουσης

θεσμοποιησον

θεσμοποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεσμοποιήσομαι

θεσμοποιήσει, θεσμοποιήσῃ

θεσμοποιήσεται

쌍수 θεσμοποιήσεσθον

θεσμοποιήσεσθον

복수 θεσμοποιησόμεθα

θεσμοποιήσεσθε

θεσμοποιήσονται

기원법단수 θεσμοποιησοίμην

θεσμοποιήσοιο

θεσμοποιήσοιτο

쌍수 θεσμοποιήσοισθον

θεσμοποιησοίσθην

복수 θεσμοποιησοίμεθα

θεσμοποιήσοισθε

θεσμοποιήσοιντο

부정사 θεσμοποιήσεσθαι

분사 남성여성중성
θεσμοποιησομενος

θεσμοποιησομενου

θεσμοποιησομενη

θεσμοποιησομενης

θεσμοποιησομενον

θεσμοποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί θεσμοποιεῖσ ἐπὶ ταλαιπώρῳ νεκρῷ; (Euripides, Phoenissae, episode, iambic 3:12)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, iambic 3:12)

유의어

  1. to make laws

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION