헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεσμοφοριάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεσμοφοριάζω

형태분석: θεσμοφοριάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from qesmofo/ria

  1. to keep the Thesmophoria

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεσμοφοριάζω

θεσμοφοριάζεις

θεσμοφοριάζει

쌍수 θεσμοφοριάζετον

θεσμοφοριάζετον

복수 θεσμοφοριάζομεν

θεσμοφοριάζετε

θεσμοφοριάζουσιν*

접속법단수 θεσμοφοριάζω

θεσμοφοριάζῃς

θεσμοφοριάζῃ

쌍수 θεσμοφοριάζητον

θεσμοφοριάζητον

복수 θεσμοφοριάζωμεν

θεσμοφοριάζητε

θεσμοφοριάζωσιν*

기원법단수 θεσμοφοριάζοιμι

θεσμοφοριάζοις

θεσμοφοριάζοι

쌍수 θεσμοφοριάζοιτον

θεσμοφοριαζοίτην

복수 θεσμοφοριάζοιμεν

θεσμοφοριάζοιτε

θεσμοφοριάζοιεν

명령법단수 θεσμοφορίαζε

θεσμοφοριαζέτω

쌍수 θεσμοφοριάζετον

θεσμοφοριαζέτων

복수 θεσμοφοριάζετε

θεσμοφοριαζόντων, θεσμοφοριαζέτωσαν

부정사 θεσμοφοριάζειν

분사 남성여성중성
θεσμοφοριαζων

θεσμοφοριαζοντος

θεσμοφοριαζουσα

θεσμοφοριαζουσης

θεσμοφοριαζον

θεσμοφοριαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεσμοφοριάζομαι

θεσμοφοριάζει, θεσμοφοριάζῃ

θεσμοφοριάζεται

쌍수 θεσμοφοριάζεσθον

θεσμοφοριάζεσθον

복수 θεσμοφοριαζόμεθα

θεσμοφοριάζεσθε

θεσμοφοριάζονται

접속법단수 θεσμοφοριάζωμαι

θεσμοφοριάζῃ

θεσμοφοριάζηται

쌍수 θεσμοφοριάζησθον

θεσμοφοριάζησθον

복수 θεσμοφοριαζώμεθα

θεσμοφοριάζησθε

θεσμοφοριάζωνται

기원법단수 θεσμοφοριαζοίμην

θεσμοφοριάζοιο

θεσμοφοριάζοιτο

쌍수 θεσμοφοριάζοισθον

θεσμοφοριαζοίσθην

복수 θεσμοφοριαζοίμεθα

θεσμοφοριάζοισθε

θεσμοφοριάζοιντο

명령법단수 θεσμοφοριάζου

θεσμοφοριαζέσθω

쌍수 θεσμοφοριάζεσθον

θεσμοφοριαζέσθων

복수 θεσμοφοριάζεσθε

θεσμοφοριαζέσθων, θεσμοφοριαζέσθωσαν

부정사 θεσμοφοριάζεσθαι

분사 남성여성중성
θεσμοφοριαζομενος

θεσμοφοριαζομενου

θεσμοφοριαζομενη

θεσμοφοριαζομενης

θεσμοφοριαζομενον

θεσμοφοριαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION