Ancient Greek-English Dictionary Language

θαυματοποιία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θαυματοποιία

Structure: θαυματοποιι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from qaumatopoio/s

Sense

  1. conjuring, juggling

Examples

  • ὡρ́α τοίνυν με σκοπεῖν, μὴ καὶ τοὐμὸν ὅμοιον ᾖ τῷ Ἀντιόχῳ καὶ τὰ μὲν ἄλλα οὐκ ἄξια μάχησ, ἐλέφαντεσ δέ τινεσ καὶ ξένα μορμολύκεια πρὸσ τοὺσ ὁρῶντασ καὶ θαυματοποιία ἄλλωσ· (Lucian, Zeuxis 22:1)
  • ᾧ δὴ ἡμῶν τῷ παθήματι τῆσ φύσεωσ ἡ σκιαγραφία ἐπιθεμένη γοητείασ οὐδὲν ἀπολείπει, καὶ ἡ θαυματοποιία καὶ αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί. (Plato, Republic, book 10 188:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION