헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πωρόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πωρόω πωρώσω

형태분석: πωρό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from pw=ros

  1. to petrify, turn into stone, to become hardened

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πώρω

πώροις

πώροι

쌍수 πώρουτον

πώρουτον

복수 πώρουμεν

πώρουτε

πώρουσιν*

접속법단수 πώρω

πώροις

πώροι

쌍수 πώρωτον

πώρωτον

복수 πώρωμεν

πώρωτε

πώρωσιν*

기원법단수 πώροιμι

πώροις

πώροι

쌍수 πώροιτον

πωροίτην

복수 πώροιμεν

πώροιτε

πώροιεν

명령법단수 πῶρου

πωροῦτω

쌍수 πώρουτον

πωροῦτων

복수 πώρουτε

πωροῦντων, πωροῦτωσαν

부정사 πώρουν

분사 남성여성중성
πωρων

πωρουντος

πωρουσα

πωρουσης

πωρουν

πωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πώρουμαι

πώροι

πώρουται

쌍수 πώρουσθον

πώρουσθον

복수 πωροῦμεθα

πώρουσθε

πώρουνται

접속법단수 πώρωμαι

πώροι

πώρωται

쌍수 πώρωσθον

πώρωσθον

복수 πωρώμεθα

πώρωσθε

πώρωνται

기원법단수 πωροίμην

πώροιο

πώροιτο

쌍수 πώροισθον

πωροίσθην

복수 πωροίμεθα

πώροισθε

πώροιντο

명령법단수 πώρου

πωροῦσθω

쌍수 πώρουσθον

πωροῦσθων

복수 πώρουσθε

πωροῦσθων, πωροῦσθωσαν

부정사 πώρουσθαι

분사 남성여성중성
πωρουμενος

πωρουμενου

πωρουμενη

πωρουμενης

πωρουμενον

πωρουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συγγενέσθαι γὰρ Σανδρακόττῳ λέγει, τῷ μεγίστῳ βασιλέι τῶν Ἰνδῶν, καὶ πώρῳ, ἔτι τούτου μέζονι. (Arrian, Indica, chapter 5 3:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 5 3:2)

  • σῖτοσ δὲ αὐτῷ πάντοθεν ἐκ τῆσ ἐπὶ τάδε τοῦ Ὑδάσπου χώρασ ἐσ τὸ στρατόπεδον ξυνεκομίζετο, ὡσ δῆλον εἶναι τῷ Πώρῳ ὅτι ἐγνωκὼσ εἰή προσλιπαρεῖν τῇ ὄχθῃ, ἔστε τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ μεῖον γενόμενον τοῦ χειμῶνοσ πολλαχῇ παραδοῦναί οἱ τὸν πόρον· (Arrian, Anabasis, book 5, chapter 9 3:1)

    (아리아노스, Anabasis, book 5, chapter 9 3:1)

  • Ἀλέξανδροσ δὲ οὐδὲ ἐπὶ τῷδε τῷ Πώρῳ χαλεπὸσ ἐγένετο, ἀλλ̓ ἄλλουσ τε ἐν μέρει ἔπεμπε καὶ δὴ καὶ Μερόην ἄνδρα Ἰνδόν, ὅτι φίλον εἶναι ἐκ παλαιοῦ τῷ Πώρῳ τὸν Μερόην ἔμαθεν. (Arrian, Anabasis, book 5, chapter 18 7:3)

    (아리아노스, Anabasis, book 5, chapter 18 7:3)

  • Ἀλέξανδροσ δὲ ὡσ προσάγοντα ἐπύθετο, προσιππεύσασ πρὸ τῆσ τάξεωσ ξὺν ὀλίγοισ τῶν ἑταίρων ἀπαντᾷ τῷ Πώρῳ· (Arrian, Anabasis, book 5, chapter 19 1:2)

    (아리아노스, Anabasis, book 5, chapter 19 1:2)

유의어

  1. to petrify

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION