헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πυρπολέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πυρπολέω πυρπολήσω

형태분석: πυρπολέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: purpo/los

  1. 흥분시키다, 일으키다, 동요시키다, 자극하다
  2. 야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다, 빚다, 끼치다
  1. to light and keep up a fire, watch a fire, to stir up
  2. to waste with fire, burn and destroy, to cause, to be burnt with fire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυρπολῶ

(나는) 흥분시킨다

πυρπολεῖς

(너는) 흥분시킨다

πυρπολεῖ

(그는) 흥분시킨다

쌍수 πυρπολεῖτον

(너희 둘은) 흥분시킨다

πυρπολεῖτον

(그 둘은) 흥분시킨다

복수 πυρπολοῦμεν

(우리는) 흥분시킨다

πυρπολεῖτε

(너희는) 흥분시킨다

πυρπολοῦσιν*

(그들은) 흥분시킨다

접속법단수 πυρπολῶ

(나는) 흥분시키자

πυρπολῇς

(너는) 흥분시키자

πυρπολῇ

(그는) 흥분시키자

쌍수 πυρπολῆτον

(너희 둘은) 흥분시키자

πυρπολῆτον

(그 둘은) 흥분시키자

복수 πυρπολῶμεν

(우리는) 흥분시키자

πυρπολῆτε

(너희는) 흥분시키자

πυρπολῶσιν*

(그들은) 흥분시키자

기원법단수 πυρπολοῖμι

(나는) 흥분시키기를 (바라다)

πυρπολοῖς

(너는) 흥분시키기를 (바라다)

πυρπολοῖ

(그는) 흥분시키기를 (바라다)

쌍수 πυρπολοῖτον

(너희 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

πυρπολοίτην

(그 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

복수 πυρπολοῖμεν

(우리는) 흥분시키기를 (바라다)

πυρπολοῖτε

(너희는) 흥분시키기를 (바라다)

πυρπολοῖεν

(그들은) 흥분시키기를 (바라다)

명령법단수 πυρπόλει

(너는) 흥분시켜라

πυρπολείτω

(그는) 흥분시켜라

쌍수 πυρπολεῖτον

(너희 둘은) 흥분시켜라

πυρπολείτων

(그 둘은) 흥분시켜라

복수 πυρπολεῖτε

(너희는) 흥분시켜라

πυρπολούντων, πυρπολείτωσαν

(그들은) 흥분시켜라

부정사 πυρπολεῖν

흥분시키는 것

분사 남성여성중성
πυρπολων

πυρπολουντος

πυρπολουσα

πυρπολουσης

πυρπολουν

πυρπολουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυρπολοῦμαι

(나는) 흥분한다

πυρπολεῖ, πυρπολῇ

(너는) 흥분한다

πυρπολεῖται

(그는) 흥분한다

쌍수 πυρπολεῖσθον

(너희 둘은) 흥분한다

πυρπολεῖσθον

(그 둘은) 흥분한다

복수 πυρπολούμεθα

(우리는) 흥분한다

πυρπολεῖσθε

(너희는) 흥분한다

πυρπολοῦνται

(그들은) 흥분한다

접속법단수 πυρπολῶμαι

(나는) 흥분하자

πυρπολῇ

(너는) 흥분하자

πυρπολῆται

(그는) 흥분하자

쌍수 πυρπολῆσθον

(너희 둘은) 흥분하자

πυρπολῆσθον

(그 둘은) 흥분하자

복수 πυρπολώμεθα

(우리는) 흥분하자

πυρπολῆσθε

(너희는) 흥분하자

πυρπολῶνται

(그들은) 흥분하자

기원법단수 πυρπολοίμην

(나는) 흥분하기를 (바라다)

πυρπολοῖο

(너는) 흥분하기를 (바라다)

πυρπολοῖτο

(그는) 흥분하기를 (바라다)

쌍수 πυρπολοῖσθον

(너희 둘은) 흥분하기를 (바라다)

πυρπολοίσθην

(그 둘은) 흥분하기를 (바라다)

복수 πυρπολοίμεθα

(우리는) 흥분하기를 (바라다)

πυρπολοῖσθε

(너희는) 흥분하기를 (바라다)

πυρπολοῖντο

(그들은) 흥분하기를 (바라다)

명령법단수 πυρπολοῦ

(너는) 흥분해라

πυρπολείσθω

(그는) 흥분해라

쌍수 πυρπολεῖσθον

(너희 둘은) 흥분해라

πυρπολείσθων

(그 둘은) 흥분해라

복수 πυρπολεῖσθε

(너희는) 흥분해라

πυρπολείσθων, πυρπολείσθωσαν

(그들은) 흥분해라

부정사 πυρπολεῖσθαι

흥분하는 것

분사 남성여성중성
πυρπολουμενος

πυρπολουμενου

πυρπολουμενη

πυρπολουμενης

πυρπολουμενον

πυρπολουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυρπολήσω

(나는) 흥분시키겠다

πυρπολήσεις

(너는) 흥분시키겠다

πυρπολήσει

(그는) 흥분시키겠다

쌍수 πυρπολήσετον

(너희 둘은) 흥분시키겠다

πυρπολήσετον

(그 둘은) 흥분시키겠다

복수 πυρπολήσομεν

(우리는) 흥분시키겠다

πυρπολήσετε

(너희는) 흥분시키겠다

πυρπολήσουσιν*

(그들은) 흥분시키겠다

기원법단수 πυρπολήσοιμι

(나는) 흥분시키겠기를 (바라다)

πυρπολήσοις

(너는) 흥분시키겠기를 (바라다)

πυρπολήσοι

(그는) 흥분시키겠기를 (바라다)

쌍수 πυρπολήσοιτον

(너희 둘은) 흥분시키겠기를 (바라다)

πυρπολησοίτην

(그 둘은) 흥분시키겠기를 (바라다)

복수 πυρπολήσοιμεν

(우리는) 흥분시키겠기를 (바라다)

πυρπολήσοιτε

(너희는) 흥분시키겠기를 (바라다)

πυρπολήσοιεν

(그들은) 흥분시키겠기를 (바라다)

부정사 πυρπολήσειν

흥분시킬 것

분사 남성여성중성
πυρπολησων

πυρπολησοντος

πυρπολησουσα

πυρπολησουσης

πυρπολησον

πυρπολησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυρπολήσομαι

(나는) 흥분하겠다

πυρπολήσει, πυρπολήσῃ

(너는) 흥분하겠다

πυρπολήσεται

(그는) 흥분하겠다

쌍수 πυρπολήσεσθον

(너희 둘은) 흥분하겠다

πυρπολήσεσθον

(그 둘은) 흥분하겠다

복수 πυρπολησόμεθα

(우리는) 흥분하겠다

πυρπολήσεσθε

(너희는) 흥분하겠다

πυρπολήσονται

(그들은) 흥분하겠다

기원법단수 πυρπολησοίμην

(나는) 흥분하겠기를 (바라다)

πυρπολήσοιο

(너는) 흥분하겠기를 (바라다)

πυρπολήσοιτο

(그는) 흥분하겠기를 (바라다)

쌍수 πυρπολήσοισθον

(너희 둘은) 흥분하겠기를 (바라다)

πυρπολησοίσθην

(그 둘은) 흥분하겠기를 (바라다)

복수 πυρπολησοίμεθα

(우리는) 흥분하겠기를 (바라다)

πυρπολήσοισθε

(너희는) 흥분하겠기를 (바라다)

πυρπολήσοιντο

(그들은) 흥분하겠기를 (바라다)

부정사 πυρπολήσεσθαι

흥분할 것

분사 남성여성중성
πυρπολησομενος

πυρπολησομενου

πυρπολησομενη

πυρπολησομενης

πυρπολησομενον

πυρπολησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπυρπόλουν

(나는) 흥분시키고 있었다

ἐπυρπόλεις

(너는) 흥분시키고 있었다

ἐπυρπόλειν*

(그는) 흥분시키고 있었다

쌍수 ἐπυρπολεῖτον

(너희 둘은) 흥분시키고 있었다

ἐπυρπολείτην

(그 둘은) 흥분시키고 있었다

복수 ἐπυρπολοῦμεν

(우리는) 흥분시키고 있었다

ἐπυρπολεῖτε

(너희는) 흥분시키고 있었다

ἐπυρπόλουν

(그들은) 흥분시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπυρπολούμην

(나는) 흥분하고 있었다

ἐπυρπολοῦ

(너는) 흥분하고 있었다

ἐπυρπολεῖτο

(그는) 흥분하고 있었다

쌍수 ἐπυρπολεῖσθον

(너희 둘은) 흥분하고 있었다

ἐπυρπολείσθην

(그 둘은) 흥분하고 있었다

복수 ἐπυρπολούμεθα

(우리는) 흥분하고 있었다

ἐπυρπολεῖσθε

(너희는) 흥분하고 있었다

ἐπυρπολοῦντο

(그들은) 흥분하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπιλειπούσησ δὲ τῆσ ὕλησ διὰ τὸ κόπτεσθαι πολλὰ τῶν ἔργων περικλώμενα τοῖσ αὑτῶν βρίθεσι καὶ πυρπολεῖσθαι βαλλόμενα συνεχῶσ ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἐπεχείρησε τοῖσ ἱεροῖσ ἄλσεσι, καὶ τήν τε Ἀκαδήμειαν ἔκειρε δενδροφορωτάτην προαστείων οὖσαν καὶ τὸ Λύκειον. (Plutarch, Sulla, chapter 12 3:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 12 3:1)

유의어

  1. 흥분시키다

  2. 야기시키다

    • προσκαίω (to set on fire or burn besides, burnt at the fire, to be in love with . .)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION