Ancient Greek-English Dictionary Language

πύρινος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πύρινος πύρινη πύρινον

Structure: πυριν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pu_ro/s

Sense

  1. of wheat, wheaten

Examples

  • ἐμπέπτασ, ὁ αὐτόσ φησι, πύρινοσ ἄρτοσ κοῖλοσ καὶ σύμμετροσ, ὅμοιοσ ταῖσ λεγομέναισ κρηπῖσιν, εἰσ ἃσ ἐντίθενται τὰ διὰ τυροῦ σκευαζόμενα πλακούντια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 53 4:4)
  • "ἐστὶ δὲ ποτίβαζισ ἄρτοσ κρίθινοσ καὶ πύρινοσ ὀπτὸσ καὶ κυπαρίσσου στέφανοσ καὶ οἶνοσ κεκραμένοσ ἐν ᾠῷ χρυσῷ, οὗ αὐτὸσ βασιλεὺσ πίνει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 110 2:3)
  • οἱο͂ν εἰ ἡ γῆ ἀερίνη, ὁ δ’ ἀὴρ μὴ πῦρ ἀλλὰ πύρινοσ, τὸ πῦρ ὕλη πρώτη οὐ τόδε τι οὖσα. (Aristotle, Metaphysics, Book 9 74:1)
  • καὶ ἀεὶ ὁ ἀριθμὸσ ὃσ ἂν ᾖ τινῶν ἐστιν, ἢ πύρινοσ ἢ γήϊνοσ ἢ μοναδικόσ, ἀλλ’ ἡ οὐσία τὸ τοσόνδ’ εἶναι πρὸσ τοσόνδε κατὰ τὴν μῖξιν· (Aristotle, Metaphysics, Book 14 120:5)
  • Πύρινοσ πόλεμοσ, ὁ Ῥωμαίων πρὸσ τοὺσ Κελτίβηρασ συσταθείσ. (Polybius, Histories, book 35, a. olymp. 157, 1. bellum celtibericum 1:1)

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION