헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτῆσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτῆσις πτῆσεως

형태분석: πτησι (어간) + ς (어미)

어원: pth=nai

  1. 비행, 도망, 탈출
  1. a flying, flight

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτῆσις

비행이

πτήσει

비행들이

πτήσεις

비행들이

속격 πτήσεως

비행의

πτήσοιν

비행들의

πτήσεων

비행들의

여격 πτήσει

비행에게

πτήσοιν

비행들에게

πτήσεσιν*

비행들에게

대격 πτῆσιν

비행을

πτήσει

비행들을

πτήσεις

비행들을

호격 πτῆσι

비행아

πτήσει

비행들아

πτήσεις

비행들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δεξιᾷ μὲν οὖν εἰσιόντι Ἀργολικῷ μύθῳ ἀναμέμικται πάθοσ Αἰθιοπικὸν ὁ Περσεὺσ τὸ κῆτοσ φονεύει καὶ τὴν Ἀνδρομέδαν καθαιρεῖ, καὶ μετὰ μικρὸν γαμήσει καὶ ἄπεισιν αὐτὴν ἄγων πάρεργον τοῦτο τῆσ ἐπὶ Γοργόνασ πτήσεωσ. (Lucian, De Domo, (no name) 22:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 22:1)

  • νεανίασ γὰρ καὶ δυνατὸσ ἀντέχειν πρὸσ τὴν φοράν, ἡ δὲ ὑπ̓ ἀηθείασ ἐπιβᾶσα ὀχήματοσ παραδόξου καὶ ἀπιδοῦσα ἐσ βάθοσ ἀχανέσ, ἐκπλαγεῖσα καὶ τῷ θάλπει ἅμα συσχεθεῖσα καὶ ἰλιγγιάσασα πρὸσ τὸ σφοδρὸν τῆσ πτήσεωσ ἀκρατὴσ ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ, ὧν τέωσ ἐπείληπτο, καὶ κατέπεσεν ἐσ τὸ πέλαγοσ. (Lucian, Dialogi Marini, poseidon and nereides, chapter 2 1:4)

    (루키아노스, Dialogi Marini, poseidon and nereides, chapter 2 1:4)

  • Ἡράκλεισ, δεινόν τινα φὴσ τὸν ὄνειρον εἴ γε πτηνὸσ ὤν, ὥσ φασιν, καὶ ὁρ́ον ἔχων τῆσ πτήσεωσ τὸν ὕπνον ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἤδη πηδᾷ καὶ ἐνδιατρίβει ἀνεῳγόσι τοῖσ ὀφθαλμοῖσ μελιχρὸσ οὕτωσ καὶ ἐναργὴσ φαινόμενοσ· (Lucian, Gallus, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 6:4)

  • ἵπτασθαι δὲ ἐπὶ τοῦ πέτεσθαι πολλῶν λεγόντων, Ὅτι μὲν ἀπὸ τῆσ πτήσεωσ τὸ ὄνομα, σαφῶσ ἴσμεν. (Lucian, 7:12)

    (루키아노스, 7:12)

  • εἶτα διαδήσασ καὶ κατὰ τοὺσ ὤμουσ τελαμῶσι καρτεροῖσ ἁρμοσάμενοσ καὶ πρὸσ ἄκροισ τοῖσ ὠκυπτέροισ λαβάσ τινασ ταῖσ χερσὶ παρασκευάσασ ἐπειρώμην ἐμαυτοῦ τὸ πρῶτον ἀναπηδῶν καὶ ταῖσ χερσὶ ὑπηρετῶν καὶ ὥσπερ οἱ χῆνεσ ἔτι χαμαιπετῶσ ἐπαιρόμενοσ καὶ ἀκροβατῶν ἅμα μετὰ τῆσ πτήσεωσ· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:9)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 10:9)

유의어

  1. 비행

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION