헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσυπέχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσυπέχω

형태분석: προς (접두사) + ὑπέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be answerable also for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσυπέχω

προσυπέχεις

προσυπέχει

쌍수 προσυπέχετον

προσυπέχετον

복수 προσυπέχομεν

προσυπέχετε

προσυπέχουσιν*

접속법단수 προσυπέχω

προσυπέχῃς

προσυπέχῃ

쌍수 προσυπέχητον

προσυπέχητον

복수 προσυπέχωμεν

προσυπέχητε

προσυπέχωσιν*

기원법단수 προσυπέχοιμι

προσυπέχοις

προσυπέχοι

쌍수 προσυπέχοιτον

προσυπεχοίτην

복수 προσυπέχοιμεν

προσυπέχοιτε

προσυπέχοιεν

명령법단수 προσύπεχε

προσυπεχέτω

쌍수 προσυπέχετον

προσυπεχέτων

복수 προσυπέχετε

προσυπεχόντων, προσυπεχέτωσαν

부정사 προσυπέχειν

분사 남성여성중성
προσυπεχων

προσυπεχοντος

προσυπεχουσα

προσυπεχουσης

προσυπεχον

προσυπεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσυπέχομαι

προσυπέχει, προσυπέχῃ

προσυπέχεται

쌍수 προσυπέχεσθον

προσυπέχεσθον

복수 προσυπεχόμεθα

προσυπέχεσθε

προσυπέχονται

접속법단수 προσυπέχωμαι

προσυπέχῃ

προσυπέχηται

쌍수 προσυπέχησθον

προσυπέχησθον

복수 προσυπεχώμεθα

προσυπέχησθε

προσυπέχωνται

기원법단수 προσυπεχοίμην

προσυπέχοιο

προσυπέχοιτο

쌍수 προσυπέχοισθον

προσυπεχοίσθην

복수 προσυπεχοίμεθα

προσυπέχοισθε

προσυπέχοιντο

명령법단수 προσυπέχου

προσυπεχέσθω

쌍수 προσυπέχεσθον

προσυπεχέσθων

복수 προσυπέχεσθε

προσυπεχέσθων, προσυπεχέσθωσαν

부정사 προσυπέχεσθαι

분사 남성여성중성
προσυπεχομενος

προσυπεχομενου

προσυπεχομενη

προσυπεχομενης

προσυπεχομενον

προσυπεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be answerable also for

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION