헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προστραγῳδέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προστραγῳδέω

형태분석: προς (접두사) + τραγῳδέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to exaggerate in tragic style

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστραγῳδῶ

προστραγῳδεῖς

προστραγῳδεῖ

쌍수 προστραγῳδεῖτον

προστραγῳδεῖτον

복수 προστραγῳδοῦμεν

προστραγῳδεῖτε

προστραγῳδοῦσιν*

접속법단수 προστραγῳδῶ

προστραγῳδῇς

προστραγῳδῇ

쌍수 προστραγῳδῆτον

προστραγῳδῆτον

복수 προστραγῳδῶμεν

προστραγῳδῆτε

προστραγῳδῶσιν*

기원법단수 προστραγῳδοῖμι

προστραγῳδοῖς

προστραγῳδοῖ

쌍수 προστραγῳδοῖτον

προστραγῳδοίτην

복수 προστραγῳδοῖμεν

προστραγῳδοῖτε

προστραγῳδοῖεν

명령법단수 προστραγῴδει

προστραγῳδείτω

쌍수 προστραγῳδεῖτον

προστραγῳδείτων

복수 προστραγῳδεῖτε

προστραγῳδούντων, προστραγῳδείτωσαν

부정사 προστραγῳδεῖν

분사 남성여성중성
προστραγῳδων

προστραγῳδουντος

προστραγῳδουσα

προστραγῳδουσης

προστραγῳδουν

προστραγῳδουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστραγῳδοῦμαι

προστραγῳδεῖ, προστραγῳδῇ

προστραγῳδεῖται

쌍수 προστραγῳδεῖσθον

προστραγῳδεῖσθον

복수 προστραγῳδούμεθα

προστραγῳδεῖσθε

προστραγῳδοῦνται

접속법단수 προστραγῳδῶμαι

προστραγῳδῇ

προστραγῳδῆται

쌍수 προστραγῳδῆσθον

προστραγῳδῆσθον

복수 προστραγῳδώμεθα

προστραγῳδῆσθε

προστραγῳδῶνται

기원법단수 προστραγῳδοίμην

προστραγῳδοῖο

προστραγῳδοῖτο

쌍수 προστραγῳδοῖσθον

προστραγῳδοίσθην

복수 προστραγῳδοίμεθα

προστραγῳδοῖσθε

προστραγῳδοῖντο

명령법단수 προστραγῳδοῦ

προστραγῳδείσθω

쌍수 προστραγῳδεῖσθον

προστραγῳδείσθων

복수 προστραγῳδεῖσθε

προστραγῳδείσθων, προστραγῳδείσθωσαν

부정사 προστραγῳδεῖσθαι

분사 남성여성중성
προστραγῳδουμενος

προστραγῳδουμενου

προστραγῳδουμενη

προστραγῳδουμενης

προστραγῳδουμενον

προστραγῳδουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • προθύμωσ δὲ τὰσ διαβολὰσ ἐκεῖνοσ ἐξεδέχετο καὶ τῷ πράγματι πολὺν ὄγκον περιετίθει μεγάλα προστραγῳδῶν, ἵνα δόξειε καὐτὸσ Ιοὐδαϊκόν τινα πόλεμον κατωρθωκέναι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 498:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 498:1)

유의어

  1. to exaggerate in tragic style

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION