헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προστήκομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προστήκομαι προστήξομαι προστέτηκα

형태분석: προστήκ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 거치적거리다, 고수하다, 고집하다, 매달리다
  1. to stick fast to, cling to, clinging

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστήκομαι

(나는) 거치적거린다

προστήκει, προστήκῃ

(너는) 거치적거린다

προστήκεται

(그는) 거치적거린다

쌍수 προστήκεσθον

(너희 둘은) 거치적거린다

προστήκεσθον

(그 둘은) 거치적거린다

복수 προστηκόμεθα

(우리는) 거치적거린다

προστήκεσθε

(너희는) 거치적거린다

προστήκονται

(그들은) 거치적거린다

접속법단수 προστήκωμαι

(나는) 거치적거리자

προστήκῃ

(너는) 거치적거리자

προστήκηται

(그는) 거치적거리자

쌍수 προστήκησθον

(너희 둘은) 거치적거리자

προστήκησθον

(그 둘은) 거치적거리자

복수 προστηκώμεθα

(우리는) 거치적거리자

προστήκησθε

(너희는) 거치적거리자

προστήκωνται

(그들은) 거치적거리자

기원법단수 προστηκοίμην

(나는) 거치적거리기를 (바라다)

προστήκοιο

(너는) 거치적거리기를 (바라다)

προστήκοιτο

(그는) 거치적거리기를 (바라다)

쌍수 προστήκοισθον

(너희 둘은) 거치적거리기를 (바라다)

προστηκοίσθην

(그 둘은) 거치적거리기를 (바라다)

복수 προστηκοίμεθα

(우리는) 거치적거리기를 (바라다)

προστήκοισθε

(너희는) 거치적거리기를 (바라다)

προστήκοιντο

(그들은) 거치적거리기를 (바라다)

명령법단수 προστήκου

(너는) 거치적거려라

προστηκέσθω

(그는) 거치적거려라

쌍수 προστήκεσθον

(너희 둘은) 거치적거려라

προστηκέσθων

(그 둘은) 거치적거려라

복수 προστήκεσθε

(너희는) 거치적거려라

προστηκέσθων, προστηκέσθωσαν

(그들은) 거치적거려라

부정사 προστήκεσθαι

거치적거리는 것

분사 남성여성중성
προστηκομενος

προστηκομενου

προστηκομενη

προστηκομενης

προστηκομενον

προστηκομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροστηκόμην

(나는) 거치적거리고 있었다

ἐπροστήκου

(너는) 거치적거리고 있었다

ἐπροστήκετο

(그는) 거치적거리고 있었다

쌍수 ἐπροστήκεσθον

(너희 둘은) 거치적거리고 있었다

ἐπροστηκέσθην

(그 둘은) 거치적거리고 있었다

복수 ἐπροστηκόμεθα

(우리는) 거치적거리고 있었다

ἐπροστήκεσθε

(너희는) 거치적거리고 있었다

ἐπροστήκοντο

(그들은) 거치적거리고 있었다

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστέτηκα

(나는) 거치적거렸다

προστέτηκας

(너는) 거치적거렸다

προστέτηκεν*

(그는) 거치적거렸다

쌍수 προστετήκατον

(너희 둘은) 거치적거렸다

προστετήκατον

(그 둘은) 거치적거렸다

복수 προστετήκαμεν

(우리는) 거치적거렸다

προστετήκατε

(너희는) 거치적거렸다

προστετήκᾱσιν*

(그들은) 거치적거렸다

접속법단수 προστετήκω

(나는) 거치적거렸자

προστετήκῃς

(너는) 거치적거렸자

προστετήκῃ

(그는) 거치적거렸자

쌍수 προστετήκητον

(너희 둘은) 거치적거렸자

προστετήκητον

(그 둘은) 거치적거렸자

복수 προστετήκωμεν

(우리는) 거치적거렸자

προστετήκητε

(너희는) 거치적거렸자

προστετήκωσιν*

(그들은) 거치적거렸자

기원법단수 προστετήκοιμι

(나는) 거치적거렸기를 (바라다)

προστετήκοις

(너는) 거치적거렸기를 (바라다)

προστετήκοι

(그는) 거치적거렸기를 (바라다)

쌍수 προστετήκοιτον

(너희 둘은) 거치적거렸기를 (바라다)

προστετηκοίτην

(그 둘은) 거치적거렸기를 (바라다)

복수 προστετήκοιμεν

(우리는) 거치적거렸기를 (바라다)

προστετήκοιτε

(너희는) 거치적거렸기를 (바라다)

προστετήκοιεν

(그들은) 거치적거렸기를 (바라다)

명령법단수 προστέτηκε

(너는) 거치적거렸어라

προστετηκέτω

(그는) 거치적거렸어라

쌍수 προστετήκετον

(너희 둘은) 거치적거렸어라

προστετηκέτων

(그 둘은) 거치적거렸어라

복수 προστετήκετε

(너희는) 거치적거렸어라

προστετηκόντων

(그들은) 거치적거렸어라

부정사 προστετηκέναι

거치적거렸는 것

분사 남성여성중성
προστετηκως

προστετηκοντος

προστετηκυῑα

προστετηκυῑᾱς

προστετηκον

προστετηκοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 거치적거리다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION