헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσταλαιπωρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσταλαιπωρέω προσταλαιπωρήσω

형태분석: προς (접두사) + ταλαιπωρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to persist or persevere still further in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσταλαιπώρω

προσταλαιπώρεις

προσταλαιπώρει

쌍수 προσταλαιπώρειτον

προσταλαιπώρειτον

복수 προσταλαιπώρουμεν

προσταλαιπώρειτε

προσταλαιπώρουσιν*

접속법단수 προσταλαιπώρω

προσταλαιπώρῃς

προσταλαιπώρῃ

쌍수 προσταλαιπώρητον

προσταλαιπώρητον

복수 προσταλαιπώρωμεν

προσταλαιπώρητε

προσταλαιπώρωσιν*

기원법단수 προσταλαιπώροιμι

προσταλαιπώροις

προσταλαιπώροι

쌍수 προσταλαιπώροιτον

προσταλαιπωροίτην

복수 προσταλαιπώροιμεν

προσταλαιπώροιτε

προσταλαιπώροιεν

명령법단수 προσταλαιπῶρει

προσταλαιπωρεῖτω

쌍수 προσταλαιπώρειτον

προσταλαιπωρεῖτων

복수 προσταλαιπώρειτε

προσταλαιπωροῦντων, προσταλαιπωρεῖτωσαν

부정사 προσταλαιπώρειν

분사 남성여성중성
προσταλαιπωρων

προσταλαιπωρουντος

προσταλαιπωρουσα

προσταλαιπωρουσης

προσταλαιπωρουν

προσταλαιπωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσταλαιπώρουμαι

προσταλαιπώρει, προσταλαιπώρῃ

προσταλαιπώρειται

쌍수 προσταλαιπώρεισθον

προσταλαιπώρεισθον

복수 προσταλαιπωροῦμεθα

προσταλαιπώρεισθε

προσταλαιπώρουνται

접속법단수 προσταλαιπώρωμαι

προσταλαιπώρῃ

προσταλαιπώρηται

쌍수 προσταλαιπώρησθον

προσταλαιπώρησθον

복수 προσταλαιπωρώμεθα

προσταλαιπώρησθε

προσταλαιπώρωνται

기원법단수 προσταλαιπωροίμην

προσταλαιπώροιο

προσταλαιπώροιτο

쌍수 προσταλαιπώροισθον

προσταλαιπωροίσθην

복수 προσταλαιπωροίμεθα

προσταλαιπώροισθε

προσταλαιπώροιντο

명령법단수 προσταλαιπώρου

προσταλαιπωρεῖσθω

쌍수 προσταλαιπώρεισθον

προσταλαιπωρεῖσθων

복수 προσταλαιπώρεισθε

προσταλαιπωρεῖσθων, προσταλαιπωρεῖσθωσαν

부정사 προσταλαιπώρεισθαι

분사 남성여성중성
προσταλαιπωρουμενος

προσταλαιπωρουμενου

προσταλαιπωρουμενη

προσταλαιπωρουμενης

προσταλαιπωρουμενον

προσταλαιπωρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσταλαιπωρήσω

προσταλαιπωρήσεις

προσταλαιπωρήσει

쌍수 προσταλαιπωρήσετον

προσταλαιπωρήσετον

복수 προσταλαιπωρήσομεν

προσταλαιπωρήσετε

προσταλαιπωρήσουσιν*

기원법단수 προσταλαιπωρήσοιμι

προσταλαιπωρήσοις

προσταλαιπωρήσοι

쌍수 προσταλαιπωρήσοιτον

προσταλαιπωρησοίτην

복수 προσταλαιπωρήσοιμεν

προσταλαιπωρήσοιτε

προσταλαιπωρήσοιεν

부정사 προσταλαιπωρήσειν

분사 남성여성중성
προσταλαιπωρησων

προσταλαιπωρησοντος

προσταλαιπωρησουσα

προσταλαιπωρησουσης

προσταλαιπωρησον

προσταλαιπωρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσταλαιπωρήσομαι

προσταλαιπωρήσει, προσταλαιπωρήσῃ

προσταλαιπωρήσεται

쌍수 προσταλαιπωρήσεσθον

προσταλαιπωρήσεσθον

복수 προσταλαιπωρησόμεθα

προσταλαιπωρήσεσθε

προσταλαιπωρήσονται

기원법단수 προσταλαιπωρησοίμην

προσταλαιπωρήσοιο

προσταλαιπωρήσοιτο

쌍수 προσταλαιπωρήσοισθον

προσταλαιπωρησοίσθην

복수 προσταλαιπωρησοίμεθα

προσταλαιπωρήσοισθε

προσταλαιπωρήσοιντο

부정사 προσταλαιπωρήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσταλαιπωρησομενος

προσταλαιπωρησομενου

προσταλαιπωρησομενη

προσταλαιπωρησομενης

προσταλαιπωρησομενον

προσταλαιπωρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to persist or persevere still further in

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION