Ancient Greek-English Dictionary Language

προσπαραγράφω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσπαραγράφω προσπαραγράψω

Structure: προς (Prefix) + παραγράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write besides, add yet besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσπαραγράφω προσπαραγράφεις προσπαραγράφει
Dual προσπαραγράφετον προσπαραγράφετον
Plural προσπαραγράφομεν προσπαραγράφετε προσπαραγράφουσιν*
SubjunctiveSingular προσπαραγράφω προσπαραγράφῃς προσπαραγράφῃ
Dual προσπαραγράφητον προσπαραγράφητον
Plural προσπαραγράφωμεν προσπαραγράφητε προσπαραγράφωσιν*
OptativeSingular προσπαραγράφοιμι προσπαραγράφοις προσπαραγράφοι
Dual προσπαραγράφοιτον προσπαραγραφοίτην
Plural προσπαραγράφοιμεν προσπαραγράφοιτε προσπαραγράφοιεν
ImperativeSingular προσπαράγραφε προσπαραγραφέτω
Dual προσπαραγράφετον προσπαραγραφέτων
Plural προσπαραγράφετε προσπαραγραφόντων, προσπαραγραφέτωσαν
Infinitive προσπαραγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσπαραγραφων προσπαραγραφοντος προσπαραγραφουσα προσπαραγραφουσης προσπαραγραφον προσπαραγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσπαραγράφομαι προσπαραγράφει, προσπαραγράφῃ προσπαραγράφεται
Dual προσπαραγράφεσθον προσπαραγράφεσθον
Plural προσπαραγραφόμεθα προσπαραγράφεσθε προσπαραγράφονται
SubjunctiveSingular προσπαραγράφωμαι προσπαραγράφῃ προσπαραγράφηται
Dual προσπαραγράφησθον προσπαραγράφησθον
Plural προσπαραγραφώμεθα προσπαραγράφησθε προσπαραγράφωνται
OptativeSingular προσπαραγραφοίμην προσπαραγράφοιο προσπαραγράφοιτο
Dual προσπαραγράφοισθον προσπαραγραφοίσθην
Plural προσπαραγραφοίμεθα προσπαραγράφοισθε προσπαραγράφοιντο
ImperativeSingular προσπαραγράφου προσπαραγραφέσθω
Dual προσπαραγράφεσθον προσπαραγραφέσθων
Plural προσπαραγράφεσθε προσπαραγραφέσθων, προσπαραγραφέσθωσαν
Infinitive προσπαραγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσπαραγραφομενος προσπαραγραφομενου προσπαραγραφομενη προσπαραγραφομενης προσπαραγραφομενον προσπαραγραφομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσπαραγράψω προσπαραγράψεις προσπαραγράψει
Dual προσπαραγράψετον προσπαραγράψετον
Plural προσπαραγράψομεν προσπαραγράψετε προσπαραγράψουσιν*
OptativeSingular προσπαραγράψοιμι προσπαραγράψοις προσπαραγράψοι
Dual προσπαραγράψοιτον προσπαραγραψοίτην
Plural προσπαραγράψοιμεν προσπαραγράψοιτε προσπαραγράψοιεν
Infinitive προσπαραγράψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσπαραγραψων προσπαραγραψοντος προσπαραγραψουσα προσπαραγραψουσης προσπαραγραψον προσπαραγραψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσπαραγράψομαι προσπαραγράψει, προσπαραγράψῃ προσπαραγράψεται
Dual προσπαραγράψεσθον προσπαραγράψεσθον
Plural προσπαραγραψόμεθα προσπαραγράψεσθε προσπαραγράψονται
OptativeSingular προσπαραγραψοίμην προσπαραγράψοιο προσπαραγράψοιτο
Dual προσπαραγράψοισθον προσπαραγραψοίσθην
Plural προσπαραγραψοίμεθα προσπαραγράψοισθε προσπαραγράψοιντο
Infinitive προσπαραγράψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσπαραγραψομενος προσπαραγραψομενου προσπαραγραψομενη προσπαραγραψομενης προσπαραγραψομενον προσπαραγραψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to write besides

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION