헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσμισθόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσμισθόω προσμισθώσω

형태분석: προς (접두사) + μισθό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 놓다, 놓이다, 고용하다, 위치시키다, 밑으로 나르다
  1. to let out for hire besides, to put, out at interest, to take into one's pay, to hire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμίσθω

(나는) 둔다

προσμίσθοις

(너는) 둔다

προσμίσθοι

(그는) 둔다

쌍수 προσμίσθουτον

(너희 둘은) 둔다

προσμίσθουτον

(그 둘은) 둔다

복수 προσμίσθουμεν

(우리는) 둔다

προσμίσθουτε

(너희는) 둔다

προσμίσθουσιν*

(그들은) 둔다

접속법단수 προσμίσθω

(나는) 두자

προσμίσθοις

(너는) 두자

προσμίσθοι

(그는) 두자

쌍수 προσμίσθωτον

(너희 둘은) 두자

προσμίσθωτον

(그 둘은) 두자

복수 προσμίσθωμεν

(우리는) 두자

προσμίσθωτε

(너희는) 두자

προσμίσθωσιν*

(그들은) 두자

기원법단수 προσμίσθοιμι

(나는) 두기를 (바라다)

προσμίσθοις

(너는) 두기를 (바라다)

προσμίσθοι

(그는) 두기를 (바라다)

쌍수 προσμίσθοιτον

(너희 둘은) 두기를 (바라다)

προσμισθοίτην

(그 둘은) 두기를 (바라다)

복수 προσμίσθοιμεν

(우리는) 두기를 (바라다)

προσμίσθοιτε

(너희는) 두기를 (바라다)

προσμίσθοιεν

(그들은) 두기를 (바라다)

명령법단수 προσμῖσθου

(너는) 두어라

προσμισθοῦτω

(그는) 두어라

쌍수 προσμίσθουτον

(너희 둘은) 두어라

προσμισθοῦτων

(그 둘은) 두어라

복수 προσμίσθουτε

(너희는) 두어라

προσμισθοῦντων, προσμισθοῦτωσαν

(그들은) 두어라

부정사 προσμίσθουν

두는 것

분사 남성여성중성
προσμισθων

προσμισθουντος

προσμισθουσα

προσμισθουσης

προσμισθουν

προσμισθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμίσθουμαι

(나는) 둬진다

προσμίσθοι

(너는) 둬진다

προσμίσθουται

(그는) 둬진다

쌍수 προσμίσθουσθον

(너희 둘은) 둬진다

προσμίσθουσθον

(그 둘은) 둬진다

복수 προσμισθοῦμεθα

(우리는) 둬진다

προσμίσθουσθε

(너희는) 둬진다

προσμίσθουνται

(그들은) 둬진다

접속법단수 προσμίσθωμαι

(나는) 둬지자

προσμίσθοι

(너는) 둬지자

προσμίσθωται

(그는) 둬지자

쌍수 προσμίσθωσθον

(너희 둘은) 둬지자

προσμίσθωσθον

(그 둘은) 둬지자

복수 προσμισθώμεθα

(우리는) 둬지자

προσμίσθωσθε

(너희는) 둬지자

προσμίσθωνται

(그들은) 둬지자

기원법단수 προσμισθοίμην

(나는) 둬지기를 (바라다)

προσμίσθοιο

(너는) 둬지기를 (바라다)

προσμίσθοιτο

(그는) 둬지기를 (바라다)

쌍수 προσμίσθοισθον

(너희 둘은) 둬지기를 (바라다)

προσμισθοίσθην

(그 둘은) 둬지기를 (바라다)

복수 προσμισθοίμεθα

(우리는) 둬지기를 (바라다)

προσμίσθοισθε

(너희는) 둬지기를 (바라다)

προσμίσθοιντο

(그들은) 둬지기를 (바라다)

명령법단수 προσμίσθου

(너는) 둬져라

προσμισθοῦσθω

(그는) 둬져라

쌍수 προσμίσθουσθον

(너희 둘은) 둬져라

προσμισθοῦσθων

(그 둘은) 둬져라

복수 προσμίσθουσθε

(너희는) 둬져라

προσμισθοῦσθων, προσμισθοῦσθωσαν

(그들은) 둬져라

부정사 προσμίσθουσθαι

둬지는 것

분사 남성여성중성
προσμισθουμενος

προσμισθουμενου

προσμισθουμενη

προσμισθουμενης

προσμισθουμενον

προσμισθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμισθώσω

(나는) 두겠다

προσμισθώσεις

(너는) 두겠다

προσμισθώσει

(그는) 두겠다

쌍수 προσμισθώσετον

(너희 둘은) 두겠다

προσμισθώσετον

(그 둘은) 두겠다

복수 προσμισθώσομεν

(우리는) 두겠다

προσμισθώσετε

(너희는) 두겠다

προσμισθώσουσιν*

(그들은) 두겠다

기원법단수 προσμισθώσοιμι

(나는) 두겠기를 (바라다)

προσμισθώσοις

(너는) 두겠기를 (바라다)

προσμισθώσοι

(그는) 두겠기를 (바라다)

쌍수 προσμισθώσοιτον

(너희 둘은) 두겠기를 (바라다)

προσμισθωσοίτην

(그 둘은) 두겠기를 (바라다)

복수 προσμισθώσοιμεν

(우리는) 두겠기를 (바라다)

προσμισθώσοιτε

(너희는) 두겠기를 (바라다)

προσμισθώσοιεν

(그들은) 두겠기를 (바라다)

부정사 προσμισθώσειν

둘 것

분사 남성여성중성
προσμισθωσων

προσμισθωσοντος

προσμισθωσουσα

προσμισθωσουσης

προσμισθωσον

προσμισθωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμισθώσομαι

(나는) 둬지겠다

προσμισθώσει, προσμισθώσῃ

(너는) 둬지겠다

προσμισθώσεται

(그는) 둬지겠다

쌍수 προσμισθώσεσθον

(너희 둘은) 둬지겠다

προσμισθώσεσθον

(그 둘은) 둬지겠다

복수 προσμισθωσόμεθα

(우리는) 둬지겠다

προσμισθώσεσθε

(너희는) 둬지겠다

προσμισθώσονται

(그들은) 둬지겠다

기원법단수 προσμισθωσοίμην

(나는) 둬지겠기를 (바라다)

προσμισθώσοιο

(너는) 둬지겠기를 (바라다)

προσμισθώσοιτο

(그는) 둬지겠기를 (바라다)

쌍수 προσμισθώσοισθον

(너희 둘은) 둬지겠기를 (바라다)

προσμισθωσοίσθην

(그 둘은) 둬지겠기를 (바라다)

복수 προσμισθωσοίμεθα

(우리는) 둬지겠기를 (바라다)

προσμισθώσοισθε

(너희는) 둬지겠기를 (바라다)

προσμισθώσοιντο

(그들은) 둬지겠기를 (바라다)

부정사 προσμισθώσεσθαι

둬질 것

분사 남성여성중성
προσμισθωσομενος

προσμισθωσομενου

προσμισθωσομενη

προσμισθωσομενης

προσμισθωσομενον

προσμισθωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεμῖσθουν

(나는) 두고 있었다

προσεμῖσθους

(너는) 두고 있었다

προσεμῖσθουν*

(그는) 두고 있었다

쌍수 προσεμίσθουτον

(너희 둘은) 두고 있었다

προσεμισθοῦτην

(그 둘은) 두고 있었다

복수 προσεμίσθουμεν

(우리는) 두고 있었다

προσεμίσθουτε

(너희는) 두고 있었다

προσεμῖσθουν

(그들은) 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεμισθοῦμην

(나는) 둬지고 있었다

προσεμίσθου

(너는) 둬지고 있었다

προσεμίσθουτο

(그는) 둬지고 있었다

쌍수 προσεμίσθουσθον

(너희 둘은) 둬지고 있었다

προσεμισθοῦσθην

(그 둘은) 둬지고 있었다

복수 προσεμισθοῦμεθα

(우리는) 둬지고 있었다

προσεμίσθουσθε

(너희는) 둬지고 있었다

προσεμίσθουντο

(그들은) 둬지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δ’ αὖ τισ τοῦτ’ ἐνθυμεῖται, πῶσ ἐπειδὰν πολλοὶ ἐργάται γένωνται, πολλοὶ φανοῦνται καὶ οἱ μισθωσόμενοι, ἐκεῖνο κατανοήσασ θαρρείτω, ὅτι πολλοὶ μὲν τῶν κατεσκευασμένων προσμισθώσονται τοὺσ δημοσίουσ πολλὰ γάρ ἐστι τὰ ὑπάρχοντα, πολλοὶ δ’ εἰσὶ καὶ αὐτῶν τῶν ἐν τοῖσ ἔργοισ γηράσκοντεσ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Ἀθηναῖοι καὶ ξένοι οἳ τῷ σώματι μὲν οὔτε βούλοιντ’ ἂν οὔτε δύναιντ’ ἂν ἐργάζεσθαι, τῇ δὲ γνώμῃ ἐπιμελόμενοι ἡδέωσ ἂν τὰ ἐπιτήδεια πορίζοιντο. (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 24:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 4 24:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION