헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκολλάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκολλάω προσκολλήσω

형태분석: προς (접두사) + κολλά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to glue on or to, to stick or cleave to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκολλῶ

προσκολλᾷς

προσκολλᾷ

쌍수 προσκολλᾶτον

προσκολλᾶτον

복수 προσκολλῶμεν

προσκολλᾶτε

προσκολλῶσιν*

접속법단수 προσκολλῶ

προσκολλῇς

προσκολλῇ

쌍수 προσκολλῆτον

προσκολλῆτον

복수 προσκολλῶμεν

προσκολλῆτε

προσκολλῶσιν*

기원법단수 προσκολλῷμι

προσκολλῷς

προσκολλῷ

쌍수 προσκολλῷτον

προσκολλῴτην

복수 προσκολλῷμεν

προσκολλῷτε

προσκολλῷεν

명령법단수 προσκόλλᾱ

προσκολλᾱ́τω

쌍수 προσκολλᾶτον

προσκολλᾱ́των

복수 προσκολλᾶτε

προσκολλώντων, προσκολλᾱ́τωσαν

부정사 προσκολλᾶν

분사 남성여성중성
προσκολλων

προσκολλωντος

προσκολλωσα

προσκολλωσης

προσκολλων

προσκολλωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκολλῶμαι

προσκολλᾷ

προσκολλᾶται

쌍수 προσκολλᾶσθον

προσκολλᾶσθον

복수 προσκολλώμεθα

προσκολλᾶσθε

προσκολλῶνται

접속법단수 προσκολλῶμαι

προσκολλῇ

προσκολλῆται

쌍수 προσκολλῆσθον

προσκολλῆσθον

복수 προσκολλώμεθα

προσκολλῆσθε

προσκολλῶνται

기원법단수 προσκολλῴμην

προσκολλῷο

προσκολλῷτο

쌍수 προσκολλῷσθον

προσκολλῴσθην

복수 προσκολλῴμεθα

προσκολλῷσθε

προσκολλῷντο

명령법단수 προσκολλῶ

προσκολλᾱ́σθω

쌍수 προσκολλᾶσθον

προσκολλᾱ́σθων

복수 προσκολλᾶσθε

προσκολλᾱ́σθων, προσκολλᾱ́σθωσαν

부정사 προσκολλᾶσθαι

분사 남성여성중성
προσκολλωμενος

προσκολλωμενου

προσκολλωμενη

προσκολλωμενης

προσκολλωμενον

προσκολλωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκολλήσω

προσκολλήσεις

προσκολλήσει

쌍수 προσκολλήσετον

προσκολλήσετον

복수 προσκολλήσομεν

προσκολλήσετε

προσκολλήσουσιν*

기원법단수 προσκολλήσοιμι

προσκολλήσοις

προσκολλήσοι

쌍수 προσκολλήσοιτον

προσκολλησοίτην

복수 προσκολλήσοιμεν

προσκολλήσοιτε

προσκολλήσοιεν

부정사 προσκολλήσειν

분사 남성여성중성
προσκολλησων

προσκολλησοντος

προσκολλησουσα

προσκολλησουσης

προσκολλησον

προσκολλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκολλήσομαι

προσκολλήσει, προσκολλήσῃ

προσκολλήσεται

쌍수 προσκολλήσεσθον

προσκολλήσεσθον

복수 προσκολλησόμεθα

προσκολλήσεσθε

προσκολλήσονται

기원법단수 προσκολλησοίμην

προσκολλήσοιο

προσκολλήσοιτο

쌍수 προσκολλήσοισθον

προσκολλησοίσθην

복수 προσκολλησοίμεθα

προσκολλήσοισθε

προσκολλήσοιντο

부정사 προσκολλήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσκολλησομενος

προσκολλησομενου

προσκολλησομενη

προσκολλησομενης

προσκολλησομενον

προσκολλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION