헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκατατάσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκατατάσσω προσκατατάξω

형태분석: προς (접두사) + κατατάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 덧붙이다
  1. to append, subjoin

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατατάσσω

(나는) 덧붙인다

προσκατατάσσεις

(너는) 덧붙인다

προσκατατάσσει

(그는) 덧붙인다

쌍수 προσκατατάσσετον

(너희 둘은) 덧붙인다

προσκατατάσσετον

(그 둘은) 덧붙인다

복수 προσκατατάσσομεν

(우리는) 덧붙인다

προσκατατάσσετε

(너희는) 덧붙인다

προσκατατάσσουσιν*

(그들은) 덧붙인다

접속법단수 προσκατατάσσω

(나는) 덧붙이자

προσκατατάσσῃς

(너는) 덧붙이자

προσκατατάσσῃ

(그는) 덧붙이자

쌍수 προσκατατάσσητον

(너희 둘은) 덧붙이자

προσκατατάσσητον

(그 둘은) 덧붙이자

복수 προσκατατάσσωμεν

(우리는) 덧붙이자

προσκατατάσσητε

(너희는) 덧붙이자

προσκατατάσσωσιν*

(그들은) 덧붙이자

기원법단수 προσκατατάσσοιμι

(나는) 덧붙이기를 (바라다)

προσκατατάσσοις

(너는) 덧붙이기를 (바라다)

προσκατατάσσοι

(그는) 덧붙이기를 (바라다)

쌍수 προσκατατάσσοιτον

(너희 둘은) 덧붙이기를 (바라다)

προσκατατασσοίτην

(그 둘은) 덧붙이기를 (바라다)

복수 προσκατατάσσοιμεν

(우리는) 덧붙이기를 (바라다)

προσκατατάσσοιτε

(너희는) 덧붙이기를 (바라다)

προσκατατάσσοιεν

(그들은) 덧붙이기를 (바라다)

명령법단수 προσκατάτασσε

(너는) 덧붙여라

προσκατατασσέτω

(그는) 덧붙여라

쌍수 προσκατατάσσετον

(너희 둘은) 덧붙여라

προσκατατασσέτων

(그 둘은) 덧붙여라

복수 προσκατατάσσετε

(너희는) 덧붙여라

προσκατατασσόντων, προσκατατασσέτωσαν

(그들은) 덧붙여라

부정사 προσκατατάσσειν

덧붙이는 것

분사 남성여성중성
προσκατατασσων

προσκατατασσοντος

προσκατατασσουσα

προσκατατασσουσης

προσκατατασσον

προσκατατασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατατάσσομαι

(나는) 덧붙는다

προσκατατάσσει, προσκατατάσσῃ

(너는) 덧붙는다

προσκατατάσσεται

(그는) 덧붙는다

쌍수 προσκατατάσσεσθον

(너희 둘은) 덧붙는다

προσκατατάσσεσθον

(그 둘은) 덧붙는다

복수 προσκατατασσόμεθα

(우리는) 덧붙는다

προσκατατάσσεσθε

(너희는) 덧붙는다

προσκατατάσσονται

(그들은) 덧붙는다

접속법단수 προσκατατάσσωμαι

(나는) 덧붙자

προσκατατάσσῃ

(너는) 덧붙자

προσκατατάσσηται

(그는) 덧붙자

쌍수 προσκατατάσσησθον

(너희 둘은) 덧붙자

προσκατατάσσησθον

(그 둘은) 덧붙자

복수 προσκατατασσώμεθα

(우리는) 덧붙자

προσκατατάσσησθε

(너희는) 덧붙자

προσκατατάσσωνται

(그들은) 덧붙자

기원법단수 προσκατατασσοίμην

(나는) 덧붙기를 (바라다)

προσκατατάσσοιο

(너는) 덧붙기를 (바라다)

προσκατατάσσοιτο

(그는) 덧붙기를 (바라다)

쌍수 προσκατατάσσοισθον

(너희 둘은) 덧붙기를 (바라다)

προσκατατασσοίσθην

(그 둘은) 덧붙기를 (바라다)

복수 προσκατατασσοίμεθα

(우리는) 덧붙기를 (바라다)

προσκατατάσσοισθε

(너희는) 덧붙기를 (바라다)

προσκατατάσσοιντο

(그들은) 덧붙기를 (바라다)

명령법단수 προσκατατάσσου

(너는) 덧붙어라

προσκατατασσέσθω

(그는) 덧붙어라

쌍수 προσκατατάσσεσθον

(너희 둘은) 덧붙어라

προσκατατασσέσθων

(그 둘은) 덧붙어라

복수 προσκατατάσσεσθε

(너희는) 덧붙어라

προσκατατασσέσθων, προσκατατασσέσθωσαν

(그들은) 덧붙어라

부정사 προσκατατάσσεσθαι

덧붙는 것

분사 남성여성중성
προσκατατασσομενος

προσκατατασσομενου

προσκατατασσομενη

προσκατατασσομενης

προσκατατασσομενον

προσκατατασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατατάξω

(나는) 덧붙이겠다

προσκατατάξεις

(너는) 덧붙이겠다

προσκατατάξει

(그는) 덧붙이겠다

쌍수 προσκατατάξετον

(너희 둘은) 덧붙이겠다

προσκατατάξετον

(그 둘은) 덧붙이겠다

복수 προσκατατάξομεν

(우리는) 덧붙이겠다

προσκατατάξετε

(너희는) 덧붙이겠다

προσκατατάξουσιν*

(그들은) 덧붙이겠다

기원법단수 προσκατατάξοιμι

(나는) 덧붙이겠기를 (바라다)

προσκατατάξοις

(너는) 덧붙이겠기를 (바라다)

προσκατατάξοι

(그는) 덧붙이겠기를 (바라다)

쌍수 προσκατατάξοιτον

(너희 둘은) 덧붙이겠기를 (바라다)

προσκαταταξοίτην

(그 둘은) 덧붙이겠기를 (바라다)

복수 προσκατατάξοιμεν

(우리는) 덧붙이겠기를 (바라다)

προσκατατάξοιτε

(너희는) 덧붙이겠기를 (바라다)

προσκατατάξοιεν

(그들은) 덧붙이겠기를 (바라다)

부정사 προσκατατάξειν

덧붙일 것

분사 남성여성중성
προσκαταταξων

προσκαταταξοντος

προσκαταταξουσα

προσκαταταξουσης

προσκαταταξον

προσκαταταξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατατάξομαι

(나는) 덧붙겠다

προσκατατάξει, προσκατατάξῃ

(너는) 덧붙겠다

προσκατατάξεται

(그는) 덧붙겠다

쌍수 προσκατατάξεσθον

(너희 둘은) 덧붙겠다

προσκατατάξεσθον

(그 둘은) 덧붙겠다

복수 προσκαταταξόμεθα

(우리는) 덧붙겠다

προσκατατάξεσθε

(너희는) 덧붙겠다

προσκατατάξονται

(그들은) 덧붙겠다

기원법단수 προσκαταταξοίμην

(나는) 덧붙겠기를 (바라다)

προσκατατάξοιο

(너는) 덧붙겠기를 (바라다)

προσκατατάξοιτο

(그는) 덧붙겠기를 (바라다)

쌍수 προσκατατάξοισθον

(너희 둘은) 덧붙겠기를 (바라다)

προσκαταταξοίσθην

(그 둘은) 덧붙겠기를 (바라다)

복수 προσκαταταξοίμεθα

(우리는) 덧붙겠기를 (바라다)

προσκατατάξοισθε

(너희는) 덧붙겠기를 (바라다)

προσκατατάξοιντο

(그들은) 덧붙겠기를 (바라다)

부정사 προσκατατάξεσθαι

덧붙을 것

분사 남성여성중성
προσκαταταξομενος

προσκαταταξομενου

προσκαταταξομενη

προσκαταταξομενης

προσκαταταξομενον

προσκαταταξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκατάτασσον

(나는) 덧붙이고 있었다

προσεκατάτασσες

(너는) 덧붙이고 있었다

προσεκατάτασσεν*

(그는) 덧붙이고 있었다

쌍수 προσεκατατάσσετον

(너희 둘은) 덧붙이고 있었다

προσεκατατασσέτην

(그 둘은) 덧붙이고 있었다

복수 προσεκατατάσσομεν

(우리는) 덧붙이고 있었다

προσεκατατάσσετε

(너희는) 덧붙이고 있었다

προσεκατάτασσον

(그들은) 덧붙이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκατατασσόμην

(나는) 덧붙고 있었다

προσεκατατάσσου

(너는) 덧붙고 있었다

προσεκατατάσσετο

(그는) 덧붙고 있었다

쌍수 προσεκατατάσσεσθον

(너희 둘은) 덧붙고 있었다

προσεκατατασσέσθην

(그 둘은) 덧붙고 있었다

복수 προσεκατατασσόμεθα

(우리는) 덧붙고 있었다

προσεκατατάσσεσθε

(너희는) 덧붙고 있었다

προσεκατατάσσοντο

(그들은) 덧붙고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION