Ancient Greek-English Dictionary Language

προσιζάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσιζάνω

Structure: προς (Prefix) + ἱζάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to sit by or near, to cleave to, cling to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσιζάνω προσιζάνεις προσιζάνει
Dual προσιζάνετον προσιζάνετον
Plural προσιζάνομεν προσιζάνετε προσιζάνουσιν*
SubjunctiveSingular προσιζάνω προσιζάνῃς προσιζάνῃ
Dual προσιζάνητον προσιζάνητον
Plural προσιζάνωμεν προσιζάνητε προσιζάνωσιν*
OptativeSingular προσιζάνοιμι προσιζάνοις προσιζάνοι
Dual προσιζάνοιτον προσιζανοίτην
Plural προσιζάνοιμεν προσιζάνοιτε προσιζάνοιεν
ImperativeSingular προσίζανε προσιζανέτω
Dual προσιζάνετον προσιζανέτων
Plural προσιζάνετε προσιζανόντων, προσιζανέτωσαν
Infinitive προσιζάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσιζανων προσιζανοντος προσιζανουσα προσιζανουσης προσιζανον προσιζανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσιζάνομαι προσιζάνει, προσιζάνῃ προσιζάνεται
Dual προσιζάνεσθον προσιζάνεσθον
Plural προσιζανόμεθα προσιζάνεσθε προσιζάνονται
SubjunctiveSingular προσιζάνωμαι προσιζάνῃ προσιζάνηται
Dual προσιζάνησθον προσιζάνησθον
Plural προσιζανώμεθα προσιζάνησθε προσιζάνωνται
OptativeSingular προσιζανοίμην προσιζάνοιο προσιζάνοιτο
Dual προσιζάνοισθον προσιζανοίσθην
Plural προσιζανοίμεθα προσιζάνοισθε προσιζάνοιντο
ImperativeSingular προσιζάνου προσιζανέσθω
Dual προσιζάνεσθον προσιζανέσθων
Plural προσιζάνεσθε προσιζανέσθων, προσιζανέσθωσαν
Infinitive προσιζάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσιζανομενος προσιζανομενου προσιζανομενη προσιζανομενης προσιζανομενον προσιζανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "τὸν θεὸν δ’ εἰκόσ, ἧσ ἂν ἐφάπτηται τῇ δίκῃ ψυχῆσ νοσούσησ, τά τε πάθη διορᾶν, εἴ πή τι καμπτόμενα πρὸσ μετάνοιαν ἐνδίδωσι, καὶ χρόνον διδόναι οἷσ οὐκ ἄκρατοσ οὐδ’ ἄτρεπτοσ ἡ κακία πέφυκε προσιζάνειν. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 63)

Synonyms

  1. to sit by or near

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION