Ancient Greek-English Dictionary Language

προσφυής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: προσφυής προσφυές

Structure: προσφυη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: prosfu/w

Sense

  1. growing upon or from, attached to
  2. attached or devoted to, suitably

Examples

  • χρόνῳ δὲ ἡ Μέγιλλα ὑπόθερμοσ ἤδη οὖσα τὴν μὲν πηνήκην ἀφείλετο τῆσ κεφαλῆσ, ἐπέκειτο δὲ πάνυ ὁμοία καὶ προσφυήσ, καὶ ἐν χρῷ ὤφθη αὐτὴ καθάπερ οἱ σφόδρα ἀνδρώδεισ τῶν ἀθλητῶν ἀποκεκαρμένη· (Lucian, Dialogi meretricii, 3:4)
  • ἕκαστοσ δὲ τῶν κιόνων κρίκον εἶχε χρύσεον κατὰ τὸ ἔξω μέτωπον προσφυὴσ ὥσπερ ῥίζαισ τισὶν ἐμπεπλεγμένοσ κατὰ στίχον πρὸσ ἀλλήλουσ τετραμμένοι τὴν περιφέρειαν, καὶ δι’ αὐτῶν ἐπίχρυσοι σκυταλίδεσ ἐλαυνόμεναι πέντε πήχεων ἑκάστη τὸ μέγεθοσ σύνδεσμοσ ἦσαν τῶν κιόνων, ἐμβαινούσησ κατὰ κεφαλὴν σκυταλίδοσ ἑκάστησ τῇ ἑτέρᾳ τεχνητῷ στρόφιγγι κοχλίου τρόπον δεδημιουργημένῳ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 152:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION