헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσφιλοκαλέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσφιλοκαλέω προσφιλοκαλήσω

형태분석: προς (접두사) + φιλοκαλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to add from a love of splendour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλοκαλῶ

προσφιλοκαλεῖς

προσφιλοκαλεῖ

쌍수 προσφιλοκαλεῖτον

προσφιλοκαλεῖτον

복수 προσφιλοκαλοῦμεν

προσφιλοκαλεῖτε

προσφιλοκαλοῦσιν*

접속법단수 προσφιλοκαλῶ

προσφιλοκαλῇς

προσφιλοκαλῇ

쌍수 προσφιλοκαλῆτον

προσφιλοκαλῆτον

복수 προσφιλοκαλῶμεν

προσφιλοκαλῆτε

προσφιλοκαλῶσιν*

기원법단수 προσφιλοκαλοῖμι

προσφιλοκαλοῖς

προσφιλοκαλοῖ

쌍수 προσφιλοκαλοῖτον

προσφιλοκαλοίτην

복수 προσφιλοκαλοῖμεν

προσφιλοκαλοῖτε

προσφιλοκαλοῖεν

명령법단수 προσφιλοκάλει

προσφιλοκαλείτω

쌍수 προσφιλοκαλεῖτον

προσφιλοκαλείτων

복수 προσφιλοκαλεῖτε

προσφιλοκαλούντων, προσφιλοκαλείτωσαν

부정사 προσφιλοκαλεῖν

분사 남성여성중성
προσφιλοκαλων

προσφιλοκαλουντος

προσφιλοκαλουσα

προσφιλοκαλουσης

προσφιλοκαλουν

προσφιλοκαλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλοκαλοῦμαι

προσφιλοκαλεῖ, προσφιλοκαλῇ

προσφιλοκαλεῖται

쌍수 προσφιλοκαλεῖσθον

προσφιλοκαλεῖσθον

복수 προσφιλοκαλούμεθα

προσφιλοκαλεῖσθε

προσφιλοκαλοῦνται

접속법단수 προσφιλοκαλῶμαι

προσφιλοκαλῇ

προσφιλοκαλῆται

쌍수 προσφιλοκαλῆσθον

προσφιλοκαλῆσθον

복수 προσφιλοκαλώμεθα

προσφιλοκαλῆσθε

προσφιλοκαλῶνται

기원법단수 προσφιλοκαλοίμην

προσφιλοκαλοῖο

προσφιλοκαλοῖτο

쌍수 προσφιλοκαλοῖσθον

προσφιλοκαλοίσθην

복수 προσφιλοκαλοίμεθα

προσφιλοκαλοῖσθε

προσφιλοκαλοῖντο

명령법단수 προσφιλοκαλοῦ

προσφιλοκαλείσθω

쌍수 προσφιλοκαλεῖσθον

προσφιλοκαλείσθων

복수 προσφιλοκαλεῖσθε

προσφιλοκαλείσθων, προσφιλοκαλείσθωσαν

부정사 προσφιλοκαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προσφιλοκαλουμενος

προσφιλοκαλουμενου

προσφιλοκαλουμενη

προσφιλοκαλουμενης

προσφιλοκαλουμενον

προσφιλοκαλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλοκαλήσω

προσφιλοκαλήσεις

προσφιλοκαλήσει

쌍수 προσφιλοκαλήσετον

προσφιλοκαλήσετον

복수 προσφιλοκαλήσομεν

προσφιλοκαλήσετε

προσφιλοκαλήσουσιν*

기원법단수 προσφιλοκαλήσοιμι

προσφιλοκαλήσοις

προσφιλοκαλήσοι

쌍수 προσφιλοκαλήσοιτον

προσφιλοκαλησοίτην

복수 προσφιλοκαλήσοιμεν

προσφιλοκαλήσοιτε

προσφιλοκαλήσοιεν

부정사 προσφιλοκαλήσειν

분사 남성여성중성
προσφιλοκαλησων

προσφιλοκαλησοντος

προσφιλοκαλησουσα

προσφιλοκαλησουσης

προσφιλοκαλησον

προσφιλοκαλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλοκαλήσομαι

προσφιλοκαλήσει, προσφιλοκαλήσῃ

προσφιλοκαλήσεται

쌍수 προσφιλοκαλήσεσθον

προσφιλοκαλήσεσθον

복수 προσφιλοκαλησόμεθα

προσφιλοκαλήσεσθε

προσφιλοκαλήσονται

기원법단수 προσφιλοκαλησοίμην

προσφιλοκαλήσοιο

προσφιλοκαλήσοιτο

쌍수 προσφιλοκαλήσοισθον

προσφιλοκαλησοίσθην

복수 προσφιλοκαλησοίμεθα

προσφιλοκαλήσοισθε

προσφιλοκαλήσοιντο

부정사 προσφιλοκαλήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσφιλοκαλησομενος

προσφιλοκαλησομενου

προσφιλοκαλησομενη

προσφιλοκαλησομενης

προσφιλοκαλησομενον

προσφιλοκαλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION