Ancient Greek-English Dictionary Language

προσευπορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσευπορέω προσευπορήσω

Structure: προς (Prefix) + εὐπορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to provide besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσευπόρω προσευπόρεις προσευπόρει
Dual προσευπόρειτον προσευπόρειτον
Plural προσευπόρουμεν προσευπόρειτε προσευπόρουσιν*
SubjunctiveSingular προσευπόρω προσευπόρῃς προσευπόρῃ
Dual προσευπόρητον προσευπόρητον
Plural προσευπόρωμεν προσευπόρητε προσευπόρωσιν*
OptativeSingular προσευπόροιμι προσευπόροις προσευπόροι
Dual προσευπόροιτον προσευποροίτην
Plural προσευπόροιμεν προσευπόροιτε προσευπόροιεν
ImperativeSingular προσευπο͂ρει προσευπορεῖτω
Dual προσευπόρειτον προσευπορεῖτων
Plural προσευπόρειτε προσευποροῦντων, προσευπορεῖτωσαν
Infinitive προσευπόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσευπορων προσευπορουντος προσευπορουσα προσευπορουσης προσευπορουν προσευπορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσευπόρουμαι προσευπόρει, προσευπόρῃ προσευπόρειται
Dual προσευπόρεισθον προσευπόρεισθον
Plural προσευποροῦμεθα προσευπόρεισθε προσευπόρουνται
SubjunctiveSingular προσευπόρωμαι προσευπόρῃ προσευπόρηται
Dual προσευπόρησθον προσευπόρησθον
Plural προσευπορώμεθα προσευπόρησθε προσευπόρωνται
OptativeSingular προσευποροίμην προσευπόροιο προσευπόροιτο
Dual προσευπόροισθον προσευποροίσθην
Plural προσευποροίμεθα προσευπόροισθε προσευπόροιντο
ImperativeSingular προσευπόρου προσευπορεῖσθω
Dual προσευπόρεισθον προσευπορεῖσθων
Plural προσευπόρεισθε προσευπορεῖσθων, προσευπορεῖσθωσαν
Infinitive προσευπόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσευπορουμενος προσευπορουμενου προσευπορουμενη προσευπορουμενης προσευπορουμενον προσευπορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσευπορήσω προσευπορήσεις προσευπορήσει
Dual προσευπορήσετον προσευπορήσετον
Plural προσευπορήσομεν προσευπορήσετε προσευπορήσουσιν*
OptativeSingular προσευπορήσοιμι προσευπορήσοις προσευπορήσοι
Dual προσευπορήσοιτον προσευπορησοίτην
Plural προσευπορήσοιμεν προσευπορήσοιτε προσευπορήσοιεν
Infinitive προσευπορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσευπορησων προσευπορησοντος προσευπορησουσα προσευπορησουσης προσευπορησον προσευπορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσευπορήσομαι προσευπορήσει, προσευπορήσῃ προσευπορήσεται
Dual προσευπορήσεσθον προσευπορήσεσθον
Plural προσευπορησόμεθα προσευπορήσεσθε προσευπορήσονται
OptativeSingular προσευπορησοίμην προσευπορήσοιο προσευπορήσοιτο
Dual προσευπορήσοισθον προσευπορησοίσθην
Plural προσευπορησοίμεθα προσευπορήσοισθε προσευπορήσοιντο
Infinitive προσευπορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσευπορησομενος προσευπορησομενου προσευπορησομενη προσευπορησομενης προσευπορησομενον προσευπορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὰ γὰρ εἰσ τὰσ ἐκκλησίασ καὶ τὰσ θυσίασ καὶ τὴν βουλὴν καὶ τοὺσ ἱππέασ καὶ τἄλλα χρήματ’ ἀναλισκόμενα, οὗτόσ ἐσθ’ ὁ νόμοσ ὁ ποιῶν προσευπορεῖσθαι. (Demosthenes, Speeches 21-30, 149:2)

Synonyms

  1. to provide besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION