Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεπικοσμέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσεπικοσμέω

Structure: προς (Prefix) + ἐπικοσμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to embellish besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπικοσμῶ προσεπικοσμεῖς προσεπικοσμεῖ
Dual προσεπικοσμεῖτον προσεπικοσμεῖτον
Plural προσεπικοσμοῦμεν προσεπικοσμεῖτε προσεπικοσμοῦσιν*
SubjunctiveSingular προσεπικοσμῶ προσεπικοσμῇς προσεπικοσμῇ
Dual προσεπικοσμῆτον προσεπικοσμῆτον
Plural προσεπικοσμῶμεν προσεπικοσμῆτε προσεπικοσμῶσιν*
OptativeSingular προσεπικοσμοῖμι προσεπικοσμοῖς προσεπικοσμοῖ
Dual προσεπικοσμοῖτον προσεπικοσμοίτην
Plural προσεπικοσμοῖμεν προσεπικοσμοῖτε προσεπικοσμοῖεν
ImperativeSingular προσεπικόσμει προσεπικοσμείτω
Dual προσεπικοσμεῖτον προσεπικοσμείτων
Plural προσεπικοσμεῖτε προσεπικοσμούντων, προσεπικοσμείτωσαν
Infinitive προσεπικοσμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπικοσμων προσεπικοσμουντος προσεπικοσμουσα προσεπικοσμουσης προσεπικοσμουν προσεπικοσμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπικοσμοῦμαι προσεπικοσμεῖ, προσεπικοσμῇ προσεπικοσμεῖται
Dual προσεπικοσμεῖσθον προσεπικοσμεῖσθον
Plural προσεπικοσμούμεθα προσεπικοσμεῖσθε προσεπικοσμοῦνται
SubjunctiveSingular προσεπικοσμῶμαι προσεπικοσμῇ προσεπικοσμῆται
Dual προσεπικοσμῆσθον προσεπικοσμῆσθον
Plural προσεπικοσμώμεθα προσεπικοσμῆσθε προσεπικοσμῶνται
OptativeSingular προσεπικοσμοίμην προσεπικοσμοῖο προσεπικοσμοῖτο
Dual προσεπικοσμοῖσθον προσεπικοσμοίσθην
Plural προσεπικοσμοίμεθα προσεπικοσμοῖσθε προσεπικοσμοῖντο
ImperativeSingular προσεπικοσμοῦ προσεπικοσμείσθω
Dual προσεπικοσμεῖσθον προσεπικοσμείσθων
Plural προσεπικοσμεῖσθε προσεπικοσμείσθων, προσεπικοσμείσθωσαν
Infinitive προσεπικοσμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπικοσμουμενος προσεπικοσμουμενου προσεπικοσμουμενη προσεπικοσμουμενης προσεπικοσμουμενον προσεπικοσμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to embellish besides

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION