Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεμβαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσεμβαίνω

Structure: προς (Prefix) + ἐμβαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to step upon, trample on

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεμβαίνω προσεμβαίνεις προσεμβαίνει
Dual προσεμβαίνετον προσεμβαίνετον
Plural προσεμβαίνομεν προσεμβαίνετε προσεμβαίνουσιν*
SubjunctiveSingular προσεμβαίνω προσεμβαίνῃς προσεμβαίνῃ
Dual προσεμβαίνητον προσεμβαίνητον
Plural προσεμβαίνωμεν προσεμβαίνητε προσεμβαίνωσιν*
OptativeSingular προσεμβαίνοιμι προσεμβαίνοις προσεμβαίνοι
Dual προσεμβαίνοιτον προσεμβαινοίτην
Plural προσεμβαίνοιμεν προσεμβαίνοιτε προσεμβαίνοιεν
ImperativeSingular προσέμβαινε προσεμβαινέτω
Dual προσεμβαίνετον προσεμβαινέτων
Plural προσεμβαίνετε προσεμβαινόντων, προσεμβαινέτωσαν
Infinitive προσεμβαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεμβαινων προσεμβαινοντος προσεμβαινουσα προσεμβαινουσης προσεμβαινον προσεμβαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεμβαίνομαι προσεμβαίνει, προσεμβαίνῃ προσεμβαίνεται
Dual προσεμβαίνεσθον προσεμβαίνεσθον
Plural προσεμβαινόμεθα προσεμβαίνεσθε προσεμβαίνονται
SubjunctiveSingular προσεμβαίνωμαι προσεμβαίνῃ προσεμβαίνηται
Dual προσεμβαίνησθον προσεμβαίνησθον
Plural προσεμβαινώμεθα προσεμβαίνησθε προσεμβαίνωνται
OptativeSingular προσεμβαινοίμην προσεμβαίνοιο προσεμβαίνοιτο
Dual προσεμβαίνοισθον προσεμβαινοίσθην
Plural προσεμβαινοίμεθα προσεμβαίνοισθε προσεμβαίνοιντο
ImperativeSingular προσεμβαίνου προσεμβαινέσθω
Dual προσεμβαίνεσθον προσεμβαινέσθων
Plural προσεμβαίνεσθε προσεμβαινέσθων, προσεμβαινέσθωσαν
Infinitive προσεμβαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεμβαινομενος προσεμβαινομενου προσεμβαινομενη προσεμβαινομενης προσεμβαινομενον προσεμβαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to step upon

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION