헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεγκελεύομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεγκελεύομαι

형태분석: προσεγκελεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to exhort besides

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγκελεύομαι

προσεγκελεύει, προσεγκελεύῃ

προσεγκελεύεται

쌍수 προσεγκελεύεσθον

προσεγκελεύεσθον

복수 προσεγκελευόμεθα

προσεγκελεύεσθε

προσεγκελεύονται

접속법단수 προσεγκελεύωμαι

προσεγκελεύῃ

προσεγκελεύηται

쌍수 προσεγκελεύησθον

προσεγκελεύησθον

복수 προσεγκελευώμεθα

προσεγκελεύησθε

προσεγκελεύωνται

기원법단수 προσεγκελευοίμην

προσεγκελεύοιο

προσεγκελεύοιτο

쌍수 προσεγκελεύοισθον

προσεγκελευοίσθην

복수 προσεγκελευοίμεθα

προσεγκελεύοισθε

προσεγκελεύοιντο

명령법단수 προσεγκελεύου

προσεγκελευέσθω

쌍수 προσεγκελεύεσθον

προσεγκελευέσθων

복수 προσεγκελεύεσθε

προσεγκελευέσθων, προσεγκελευέσθωσαν

부정사 προσεγκελεύεσθαι

분사 남성여성중성
προσεγκελευομενος

προσεγκελευομενου

προσεγκελευομενη

προσεγκελευομενης

προσεγκελευομενον

προσεγκελευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to exhort besides

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION