Ancient Greek-English Dictionary Language

προσαπαιτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσαπαιτέω προσαπαιτήσω

Structure: προσαπαιτέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to require from as a duty besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαπαίτω προσαπαίτεις προσαπαίτει
Dual προσαπαίτειτον προσαπαίτειτον
Plural προσαπαίτουμεν προσαπαίτειτε προσαπαίτουσιν*
SubjunctiveSingular προσαπαίτω προσαπαίτῃς προσαπαίτῃ
Dual προσαπαίτητον προσαπαίτητον
Plural προσαπαίτωμεν προσαπαίτητε προσαπαίτωσιν*
OptativeSingular προσαπαίτοιμι προσαπαίτοις προσαπαίτοι
Dual προσαπαίτοιτον προσαπαιτοίτην
Plural προσαπαίτοιμεν προσαπαίτοιτε προσαπαίτοιεν
ImperativeSingular προσαπαῖτει προσαπαιτεῖτω
Dual προσαπαίτειτον προσαπαιτεῖτων
Plural προσαπαίτειτε προσαπαιτοῦντων, προσαπαιτεῖτωσαν
Infinitive προσαπαίτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαπαιτων προσαπαιτουντος προσαπαιτουσα προσαπαιτουσης προσαπαιτουν προσαπαιτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαπαίτουμαι προσαπαίτει, προσαπαίτῃ προσαπαίτειται
Dual προσαπαίτεισθον προσαπαίτεισθον
Plural προσαπαιτοῦμεθα προσαπαίτεισθε προσαπαίτουνται
SubjunctiveSingular προσαπαίτωμαι προσαπαίτῃ προσαπαίτηται
Dual προσαπαίτησθον προσαπαίτησθον
Plural προσαπαιτώμεθα προσαπαίτησθε προσαπαίτωνται
OptativeSingular προσαπαιτοίμην προσαπαίτοιο προσαπαίτοιτο
Dual προσαπαίτοισθον προσαπαιτοίσθην
Plural προσαπαιτοίμεθα προσαπαίτοισθε προσαπαίτοιντο
ImperativeSingular προσαπαίτου προσαπαιτεῖσθω
Dual προσαπαίτεισθον προσαπαιτεῖσθων
Plural προσαπαίτεισθε προσαπαιτεῖσθων, προσαπαιτεῖσθωσαν
Infinitive προσαπαίτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαπαιτουμενος προσαπαιτουμενου προσαπαιτουμενη προσαπαιτουμενης προσαπαιτουμενον προσαπαιτουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαπαιτήσω προσαπαιτήσεις προσαπαιτήσει
Dual προσαπαιτήσετον προσαπαιτήσετον
Plural προσαπαιτήσομεν προσαπαιτήσετε προσαπαιτήσουσιν*
OptativeSingular προσαπαιτήσοιμι προσαπαιτήσοις προσαπαιτήσοι
Dual προσαπαιτήσοιτον προσαπαιτησοίτην
Plural προσαπαιτήσοιμεν προσαπαιτήσοιτε προσαπαιτήσοιεν
Infinitive προσαπαιτήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαπαιτησων προσαπαιτησοντος προσαπαιτησουσα προσαπαιτησουσης προσαπαιτησον προσαπαιτησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαπαιτήσομαι προσαπαιτήσει, προσαπαιτήσῃ προσαπαιτήσεται
Dual προσαπαιτήσεσθον προσαπαιτήσεσθον
Plural προσαπαιτησόμεθα προσαπαιτήσεσθε προσαπαιτήσονται
OptativeSingular προσαπαιτησοίμην προσαπαιτήσοιο προσαπαιτήσοιτο
Dual προσαπαιτήσοισθον προσαπαιτησοίσθην
Plural προσαπαιτησοίμεθα προσαπαιτήσοισθε προσαπαιτήσοιντο
Infinitive προσαπαιτήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαπαιτησομενος προσαπαιτησομενου προσαπαιτησομενη προσαπαιτησομενης προσαπαιτησομενον προσαπαιτησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἱμάτια καὶ στρώματα προσαπαιτούντων καὶ τοῖσ Μακεδόσιν ἐγκαλούντων, γελάσασ ὁ Φίλιπποσ; (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 8 1:1)

Synonyms

  1. to require from as a duty besides

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION