Ancient Greek-English Dictionary Language

προπομπή

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: προπομπή

Structure: προπομπ (Stem) + η (Ending)

Etym.: prope/mpw

Sense

  1. an attending, escorting, a processional escort

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οἱ δὲ νῦν αὐλικοί, πρακτικοὶ δοκοῦντεσ εἶναι, μηδενὸσ καλοῦντοσ ὠθοῦνται δι’ αὑτῶν ἐπὶ τράχηλον εἰσ αὐλὰσ καὶ προπομπὰσ καὶ θυραυλίασ ἐπιπόνουσ, ἵν’ ἵππου τινὸσ ἢ πόρπησ ἢ τοιαύτησ τινὸσ εὐημερίασ τύχωσι. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 1 1:3)
  • εἶναι, μηδενὸσ καλοῦντοσ ὠθοῦνται δι’ αὑτῶν ἐπὶ τράχηλον εἰσ αὐλὰσ καὶ προπομπὰσ καὶ θυραυλίασ ἐπιπόνουσ, ἵν’ ἵππου τινὸσ ἢ πόρπησ ἢ τοιαύτησ τινὸσ εὐημερίασ τύχωσι. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 1 4:1)
  • τῶν δ’ ὑπάτων οἰκέτασ δημοσίουσ προχειρισαμένων τὰ δόγματα κομίζοντασ τῷ αὐτοκράτορι, καὶ τὰ καλούμενα διπλώματα σεσημασμένα δόντων, ἃ γνωρίζοντεσ οἱ κατὰ πόλιν ἄρχοντεσ ἐν ταῖσ τῶν ὀχημάτων ἀμοιβαῖσ ἐπιταχύνουσι τὰσ προπομπὰσ τῶν γραμματηφόρων, οὐ μετρίωσ ἠγανάκτησεν ὅτι μὴ παρ’ αὐτοῦ καὶ σφραγῖδα καὶ στρατιώτασ λαβόντεσ ἀνέπεμψαν, ἀλλὰ λέγεται καὶ βουλεύσασθαι περὶ τῶν ὑπάτων, εἶτα τὴν ὀργὴν ἀπολογησαμένοισ καὶ δεηθεῖσιν ἀνῆκε, τῷ δὲ δήμῳ χαριζόμενοσ οὐκ ἐκώλυε τὸν παραπίπτοντα τῶν Νέρωνοσ ἀποτυμπανίζειν. (Plutarch, Galba, chapter 8 4:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION