헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προπολεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προπολεύω

형태분석: προ (접두사) + πολεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: pro/polos

  1. to minister

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπολεύω

προπολεύεις

προπολεύει

쌍수 προπολεύετον

προπολεύετον

복수 προπολεύομεν

προπολεύετε

προπολεύουσιν*

접속법단수 προπολεύω

προπολεύῃς

προπολεύῃ

쌍수 προπολεύητον

προπολεύητον

복수 προπολεύωμεν

προπολεύητε

προπολεύωσιν*

기원법단수 προπολεύοιμι

προπολεύοις

προπολεύοι

쌍수 προπολεύοιτον

προπολευοίτην

복수 προπολεύοιμεν

προπολεύοιτε

προπολεύοιεν

명령법단수 προπόλευε

προπολευέτω

쌍수 προπολεύετον

προπολευέτων

복수 προπολεύετε

προπολευόντων, προπολευέτωσαν

부정사 προπολεύειν

분사 남성여성중성
προπολευων

προπολευοντος

προπολευουσα

προπολευουσης

προπολευον

προπολευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπολεύομαι

προπολεύει, προπολεύῃ

προπολεύεται

쌍수 προπολεύεσθον

προπολεύεσθον

복수 προπολευόμεθα

προπολεύεσθε

προπολεύονται

접속법단수 προπολεύωμαι

προπολεύῃ

προπολεύηται

쌍수 προπολεύησθον

προπολεύησθον

복수 προπολευώμεθα

προπολεύησθε

προπολεύωνται

기원법단수 προπολευοίμην

προπολεύοιο

προπολεύοιτο

쌍수 προπολεύοισθον

προπολευοίσθην

복수 προπολευοίμεθα

προπολεύοισθε

προπολεύοιντο

명령법단수 προπολεύου

προπολευέσθω

쌍수 προπολεύεσθον

προπολευέσθων

복수 προπολεύεσθε

προπολευέσθων, προπολευέσθωσαν

부정사 προπολεύεσθαι

분사 남성여성중성
προπολευομενος

προπολευομενου

προπολευομενη

προπολευομενης

προπολευομενον

προπολευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to minister

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION