헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προμελετάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προμελετάω προμελετήσω

형태분석: προ (접두사) + μελετά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to practise beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμελέτω

προμελέτᾳς

προμελέτᾳ

쌍수 προμελέτᾱτον

προμελέτᾱτον

복수 προμελέτωμεν

προμελέτᾱτε

προμελέτωσιν*

접속법단수 προμελέτω

προμελέτῃς

προμελέτῃ

쌍수 προμελέτητον

προμελέτητον

복수 προμελέτωμεν

προμελέτητε

προμελέτωσιν*

기원법단수 προμελέτῳμι

προμελέτῳς

προμελέτῳ

쌍수 προμελέτῳτον

προμελετῷτην

복수 προμελέτῳμεν

προμελέτῳτε

προμελέτῳεν

명령법단수 προμελε͂τᾱ

προμελετᾶτω

쌍수 προμελέτᾱτον

προμελετᾶτων

복수 προμελέτᾱτε

προμελετῶντων, προμελετᾶτωσαν

부정사 προμελέτᾱν

분사 남성여성중성
προμελετων

προμελετωντος

προμελετωσα

προμελετωσης

προμελετων

προμελετωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμελέτωμαι

προμελέτᾳ

προμελέτᾱται

쌍수 προμελέτᾱσθον

προμελέτᾱσθον

복수 προμελετῶμεθα

προμελέτᾱσθε

προμελέτωνται

접속법단수 προμελέτωμαι

προμελέτῃ

προμελέτηται

쌍수 προμελέτησθον

προμελέτησθον

복수 προμελετώμεθα

προμελέτησθε

προμελέτωνται

기원법단수 προμελετῷμην

προμελέτῳο

προμελέτῳτο

쌍수 προμελέτῳσθον

προμελετῷσθην

복수 προμελετῷμεθα

προμελέτῳσθε

προμελέτῳντο

명령법단수 προμελέτω

προμελετᾶσθω

쌍수 προμελέτᾱσθον

προμελετᾶσθων

복수 προμελέτᾱσθε

προμελετᾶσθων, προμελετᾶσθωσαν

부정사 προμελέτᾱσθαι

분사 남성여성중성
προμελετωμενος

προμελετωμενου

προμελετωμενη

προμελετωμενης

προμελετωμενον

προμελετωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμελετήσω

προμελετήσεις

προμελετήσει

쌍수 προμελετήσετον

προμελετήσετον

복수 προμελετήσομεν

προμελετήσετε

προμελετήσουσιν*

기원법단수 προμελετήσοιμι

προμελετήσοις

προμελετήσοι

쌍수 προμελετήσοιτον

προμελετησοίτην

복수 προμελετήσοιμεν

προμελετήσοιτε

προμελετήσοιεν

부정사 προμελετήσειν

분사 남성여성중성
προμελετησων

προμελετησοντος

προμελετησουσα

προμελετησουσης

προμελετησον

προμελετησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμελετήσομαι

προμελετήσει, προμελετήσῃ

προμελετήσεται

쌍수 προμελετήσεσθον

προμελετήσεσθον

복수 προμελετησόμεθα

προμελετήσεσθε

προμελετήσονται

기원법단수 προμελετησοίμην

προμελετήσοιο

προμελετήσοιτο

쌍수 προμελετήσοισθον

προμελετησοίσθην

복수 προμελετησοίμεθα

προμελετήσοισθε

προμελετήσοιντο

부정사 προμελετήσεσθαι

분사 남성여성중성
προμελετησομενος

προμελετησομενου

προμελετησομενη

προμελετησομενης

προμελετησομενον

προμελετησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to practise beforehand

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION