- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκμελετάω?

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: ekmeletaō 고전 발음: [엑멜레따오:] 신약 발음: [액맬래따오]

기본형: ἐκμελετάω ἐκμελετήσω

형태분석: ἐκ (접두사) + μελετά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 수행하다, 고용하다, 이용하다, 행하다
  1. to train carefully
  2. to learn perfectly, con over, practise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκμελέτω

ἐκμελέτᾳς

ἐκμελέτᾳ

쌍수 ἐκμελέτατον

ἐκμελέτατον

복수 ἐκμελέτωμεν

ἐκμελέτατε

ἐκμελέτωσι(ν)

접속법단수 ἐκμελέτω

ἐκμελέτῃς

ἐκμελέτῃ

쌍수 ἐκμελέτητον

ἐκμελέτητον

복수 ἐκμελέτωμεν

ἐκμελέτητε

ἐκμελέτωσι(ν)

기원법단수 ἐκμελέτῳμι

ἐκμελέτῳς

ἐκμελέτῳ

쌍수 ἐκμελέτῳτον

ἐκμελετῷτην

복수 ἐκμελέτῳμεν

ἐκμελέτῳτε

ἐκμελέτῳεν

명령법단수 ἐκμελε῀τα

ἐκμελετᾶτω

쌍수 ἐκμελέτατον

ἐκμελετᾶτων

복수 ἐκμελέτατε

ἐκμελετῶντων, ἐκμελετᾶτωσαν

부정사 ἐκμελέταν

분사 남성여성중성
ἐκμελετων

ἐκμελετωντος

ἐκμελετωσα

ἐκμελετωσης

ἐκμελετων

ἐκμελετωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκμελέτωμαι

ἐκμελέτᾳ

ἐκμελέταται

쌍수 ἐκμελέτασθον

ἐκμελέτασθον

복수 ἐκμελετῶμεθα

ἐκμελέτασθε

ἐκμελέτωνται

접속법단수 ἐκμελέτωμαι

ἐκμελέτῃ

ἐκμελέτηται

쌍수 ἐκμελέτησθον

ἐκμελέτησθον

복수 ἐκμελετώμεθα

ἐκμελέτησθε

ἐκμελέτωνται

기원법단수 ἐκμελετῷμην

ἐκμελέτῳο

ἐκμελέτῳτο

쌍수 ἐκμελέτῳσθον

ἐκμελετῷσθην

복수 ἐκμελετῷμεθα

ἐκμελέτῳσθε

ἐκμελέτῳντο

명령법단수 ἐκμελέτω

ἐκμελετᾶσθω

쌍수 ἐκμελέτασθον

ἐκμελετᾶσθων

복수 ἐκμελέτασθε

ἐκμελετᾶσθων, ἐκμελετᾶσθωσαν

부정사 ἐκμελέτασθαι

분사 남성여성중성
ἐκμελετωμενος

ἐκμελετωμενου

ἐκμελετωμενη

ἐκμελετωμενης

ἐκμελετωμενον

ἐκμελετωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to train carefully

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION