Ancient Greek-English Dictionary Language

προκατηγορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκατηγορέω

Structure: προκατηγορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bring accusations beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκατηγόρω προκατηγόρεις προκατηγόρει
Dual προκατηγόρειτον προκατηγόρειτον
Plural προκατηγόρουμεν προκατηγόρειτε προκατηγόρουσιν*
SubjunctiveSingular προκατηγόρω προκατηγόρῃς προκατηγόρῃ
Dual προκατηγόρητον προκατηγόρητον
Plural προκατηγόρωμεν προκατηγόρητε προκατηγόρωσιν*
OptativeSingular προκατηγόροιμι προκατηγόροις προκατηγόροι
Dual προκατηγόροιτον προκατηγοροίτην
Plural προκατηγόροιμεν προκατηγόροιτε προκατηγόροιεν
ImperativeSingular προκατηγο͂ρει προκατηγορεῖτω
Dual προκατηγόρειτον προκατηγορεῖτων
Plural προκατηγόρειτε προκατηγοροῦντων, προκατηγορεῖτωσαν
Infinitive προκατηγόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκατηγορων προκατηγορουντος προκατηγορουσα προκατηγορουσης προκατηγορουν προκατηγορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκατηγόρουμαι προκατηγόρει, προκατηγόρῃ προκατηγόρειται
Dual προκατηγόρεισθον προκατηγόρεισθον
Plural προκατηγοροῦμεθα προκατηγόρεισθε προκατηγόρουνται
SubjunctiveSingular προκατηγόρωμαι προκατηγόρῃ προκατηγόρηται
Dual προκατηγόρησθον προκατηγόρησθον
Plural προκατηγορώμεθα προκατηγόρησθε προκατηγόρωνται
OptativeSingular προκατηγοροίμην προκατηγόροιο προκατηγόροιτο
Dual προκατηγόροισθον προκατηγοροίσθην
Plural προκατηγοροίμεθα προκατηγόροισθε προκατηγόροιντο
ImperativeSingular προκατηγόρου προκατηγορεῖσθω
Dual προκατηγόρεισθον προκατηγορεῖσθων
Plural προκατηγόρεισθε προκατηγορεῖσθων, προκατηγορεῖσθωσαν
Infinitive προκατηγόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκατηγορουμενος προκατηγορουμενου προκατηγορουμενη προκατηγορουμενης προκατηγορουμενον προκατηγορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bring accusations beforehand

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION