헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προκατελπίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προκατελπίζω προκατελπίσω

형태분석: προ (접두사) + κατ (접두사) + ἐλπίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to hope beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατελπίζω

προκατελπίζεις

προκατελπίζει

쌍수 προκατελπίζετον

προκατελπίζετον

복수 προκατελπίζομεν

προκατελπίζετε

προκατελπίζουσιν*

접속법단수 προκατελπίζω

προκατελπίζῃς

προκατελπίζῃ

쌍수 προκατελπίζητον

προκατελπίζητον

복수 προκατελπίζωμεν

προκατελπίζητε

προκατελπίζωσιν*

기원법단수 προκατελπίζοιμι

προκατελπίζοις

προκατελπίζοι

쌍수 προκατελπίζοιτον

προκατελπιζοίτην

복수 προκατελπίζοιμεν

προκατελπίζοιτε

προκατελπίζοιεν

명령법단수 προκατέλπιζε

προκατελπιζέτω

쌍수 προκατελπίζετον

προκατελπιζέτων

복수 προκατελπίζετε

προκατελπιζόντων, προκατελπιζέτωσαν

부정사 προκατελπίζειν

분사 남성여성중성
προκατελπιζων

προκατελπιζοντος

προκατελπιζουσα

προκατελπιζουσης

προκατελπιζον

προκατελπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατελπίζομαι

προκατελπίζει, προκατελπίζῃ

προκατελπίζεται

쌍수 προκατελπίζεσθον

προκατελπίζεσθον

복수 προκατελπιζόμεθα

προκατελπίζεσθε

προκατελπίζονται

접속법단수 προκατελπίζωμαι

προκατελπίζῃ

προκατελπίζηται

쌍수 προκατελπίζησθον

προκατελπίζησθον

복수 προκατελπιζώμεθα

προκατελπίζησθε

προκατελπίζωνται

기원법단수 προκατελπιζοίμην

προκατελπίζοιο

προκατελπίζοιτο

쌍수 προκατελπίζοισθον

προκατελπιζοίσθην

복수 προκατελπιζοίμεθα

προκατελπίζοισθε

προκατελπίζοιντο

명령법단수 προκατελπίζου

προκατελπιζέσθω

쌍수 προκατελπίζεσθον

προκατελπιζέσθων

복수 προκατελπίζεσθε

προκατελπιζέσθων, προκατελπιζέσθωσαν

부정사 προκατελπίζεσθαι

분사 남성여성중성
προκατελπιζομενος

προκατελπιζομενου

προκατελπιζομενη

προκατελπιζομενης

προκατελπιζομενον

προκατελπιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατελπίσω

προκατελπίσεις

προκατελπίσει

쌍수 προκατελπίσετον

προκατελπίσετον

복수 προκατελπίσομεν

προκατελπίσετε

προκατελπίσουσιν*

기원법단수 προκατελπίσοιμι

προκατελπίσοις

προκατελπίσοι

쌍수 προκατελπίσοιτον

προκατελπισοίτην

복수 προκατελπίσοιμεν

προκατελπίσοιτε

προκατελπίσοιεν

부정사 προκατελπίσειν

분사 남성여성중성
προκατελπισων

προκατελπισοντος

προκατελπισουσα

προκατελπισουσης

προκατελπισον

προκατελπισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατελπίσομαι

προκατελπίσει, προκατελπίσῃ

προκατελπίσεται

쌍수 προκατελπίσεσθον

προκατελπίσεσθον

복수 προκατελπισόμεθα

προκατελπίσεσθε

προκατελπίσονται

기원법단수 προκατελπισοίμην

προκατελπίσοιο

προκατελπίσοιτο

쌍수 προκατελπίσοισθον

προκατελπισοίσθην

복수 προκατελπισοίμεθα

προκατελπίσοισθε

προκατελπίσοιντο

부정사 προκατελπίσεσθαι

분사 남성여성중성
προκατελπισομενος

προκατελπισομενου

προκατελπισομενη

προκατελπισομενης

προκατελπισομενον

προκατελπισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to hope beforehand

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION