헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προευαγγελίζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προευαγγελίζομαι

형태분석: προ (접두사) + εὐαγγελίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to preach the gospel beforehand

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προευαγγελίζομαι

προευαγγελίζει, προευαγγελίζῃ

προευαγγελίζεται

쌍수 προευαγγελίζεσθον

προευαγγελίζεσθον

복수 προευαγγελιζόμεθα

προευαγγελίζεσθε

προευαγγελίζονται

접속법단수 προευαγγελίζωμαι

προευαγγελίζῃ

προευαγγελίζηται

쌍수 προευαγγελίζησθον

προευαγγελίζησθον

복수 προευαγγελιζώμεθα

προευαγγελίζησθε

προευαγγελίζωνται

기원법단수 προευαγγελιζοίμην

προευαγγελίζοιο

προευαγγελίζοιτο

쌍수 προευαγγελίζοισθον

προευαγγελιζοίσθην

복수 προευαγγελιζοίμεθα

προευαγγελίζοισθε

προευαγγελίζοιντο

명령법단수 προευαγγελίζου

προευαγγελιζέσθω

쌍수 προευαγγελίζεσθον

προευαγγελιζέσθων

복수 προευαγγελίζεσθε

προευαγγελιζέσθων, προευαγγελιζέσθωσαν

부정사 προευαγγελίζεσθαι

분사 남성여성중성
προευαγγελιζομενος

προευαγγελιζομενου

προευαγγελιζομενη

προευαγγελιζομενης

προευαγγελιζομενον

προευαγγελιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to preach the gospel beforehand

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION