Ancient Greek-English Dictionary Language

προεπαγγέλλομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: προεπαγγέλλομαι

Structure: προεπαγγέλλ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to promise before

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεπαγγέλλομαι προεπαγγέλλει, προεπαγγέλλῃ προεπαγγέλλεται
Dual προεπαγγέλλεσθον προεπαγγέλλεσθον
Plural προεπαγγελλόμεθα προεπαγγέλλεσθε προεπαγγέλλονται
SubjunctiveSingular προεπαγγέλλωμαι προεπαγγέλλῃ προεπαγγέλληται
Dual προεπαγγέλλησθον προεπαγγέλλησθον
Plural προεπαγγελλώμεθα προεπαγγέλλησθε προεπαγγέλλωνται
OptativeSingular προεπαγγελλοίμην προεπαγγέλλοιο προεπαγγέλλοιτο
Dual προεπαγγέλλοισθον προεπαγγελλοίσθην
Plural προεπαγγελλοίμεθα προεπαγγέλλοισθε προεπαγγέλλοιντο
ImperativeSingular προεπαγγέλλου προεπαγγελλέσθω
Dual προεπαγγέλλεσθον προεπαγγελλέσθων
Plural προεπαγγέλλεσθε προεπαγγελλέσθων, προεπαγγελλέσθωσαν
Infinitive προεπαγγέλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προεπαγγελλομενος προεπαγγελλομενου προεπαγγελλομενη προεπαγγελλομενης προεπαγγελλομενον προεπαγγελλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to promise before

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION