헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προαποστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προαποστέλλω προαποστελῶ

형태분석: προ (접두사) + ἀποστέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쫓아내다, 미리 장악하다, 사전에 취하다, 철회시키다, 해고하다
  1. to send away, dispatch beforehand, in advance, to be sent in advance

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαποστέλλω

(나는) 쫓아낸다

προαποστέλλεις

(너는) 쫓아낸다

προαποστέλλει

(그는) 쫓아낸다

쌍수 προαποστέλλετον

(너희 둘은) 쫓아낸다

προαποστέλλετον

(그 둘은) 쫓아낸다

복수 προαποστέλλομεν

(우리는) 쫓아낸다

προαποστέλλετε

(너희는) 쫓아낸다

προαποστέλλουσιν*

(그들은) 쫓아낸다

접속법단수 προαποστέλλω

(나는) 쫓아내자

προαποστέλλῃς

(너는) 쫓아내자

προαποστέλλῃ

(그는) 쫓아내자

쌍수 προαποστέλλητον

(너희 둘은) 쫓아내자

προαποστέλλητον

(그 둘은) 쫓아내자

복수 προαποστέλλωμεν

(우리는) 쫓아내자

προαποστέλλητε

(너희는) 쫓아내자

προαποστέλλωσιν*

(그들은) 쫓아내자

기원법단수 προαποστέλλοιμι

(나는) 쫓아내기를 (바라다)

προαποστέλλοις

(너는) 쫓아내기를 (바라다)

προαποστέλλοι

(그는) 쫓아내기를 (바라다)

쌍수 προαποστέλλοιτον

(너희 둘은) 쫓아내기를 (바라다)

προαποστελλοίτην

(그 둘은) 쫓아내기를 (바라다)

복수 προαποστέλλοιμεν

(우리는) 쫓아내기를 (바라다)

προαποστέλλοιτε

(너희는) 쫓아내기를 (바라다)

προαποστέλλοιεν

(그들은) 쫓아내기를 (바라다)

명령법단수 προαπόστελλε

(너는) 쫓아내어라

προαποστελλέτω

(그는) 쫓아내어라

쌍수 προαποστέλλετον

(너희 둘은) 쫓아내어라

προαποστελλέτων

(그 둘은) 쫓아내어라

복수 προαποστέλλετε

(너희는) 쫓아내어라

προαποστελλόντων, προαποστελλέτωσαν

(그들은) 쫓아내어라

부정사 προαποστέλλειν

쫓아내는 것

분사 남성여성중성
προαποστελλων

προαποστελλοντος

προαποστελλουσα

προαποστελλουσης

προαποστελλον

προαποστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαποστέλλομαι

(나는) 쫓아내여진다

προαποστέλλει, προαποστέλλῃ

(너는) 쫓아내여진다

προαποστέλλεται

(그는) 쫓아내여진다

쌍수 προαποστέλλεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여진다

προαποστέλλεσθον

(그 둘은) 쫓아내여진다

복수 προαποστελλόμεθα

(우리는) 쫓아내여진다

προαποστέλλεσθε

(너희는) 쫓아내여진다

προαποστέλλονται

(그들은) 쫓아내여진다

접속법단수 προαποστέλλωμαι

(나는) 쫓아내여지자

προαποστέλλῃ

(너는) 쫓아내여지자

προαποστέλληται

(그는) 쫓아내여지자

쌍수 προαποστέλλησθον

(너희 둘은) 쫓아내여지자

προαποστέλλησθον

(그 둘은) 쫓아내여지자

복수 προαποστελλώμεθα

(우리는) 쫓아내여지자

προαποστέλλησθε

(너희는) 쫓아내여지자

προαποστέλλωνται

(그들은) 쫓아내여지자

기원법단수 προαποστελλοίμην

(나는) 쫓아내여지기를 (바라다)

προαποστέλλοιο

(너는) 쫓아내여지기를 (바라다)

προαποστέλλοιτο

(그는) 쫓아내여지기를 (바라다)

쌍수 προαποστέλλοισθον

(너희 둘은) 쫓아내여지기를 (바라다)

προαποστελλοίσθην

(그 둘은) 쫓아내여지기를 (바라다)

복수 προαποστελλοίμεθα

(우리는) 쫓아내여지기를 (바라다)

προαποστέλλοισθε

(너희는) 쫓아내여지기를 (바라다)

προαποστέλλοιντο

(그들은) 쫓아내여지기를 (바라다)

명령법단수 προαποστέλλου

(너는) 쫓아내여져라

προαποστελλέσθω

(그는) 쫓아내여져라

쌍수 προαποστέλλεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여져라

προαποστελλέσθων

(그 둘은) 쫓아내여져라

복수 προαποστέλλεσθε

(너희는) 쫓아내여져라

προαποστελλέσθων, προαποστελλέσθωσαν

(그들은) 쫓아내여져라

부정사 προαποστέλλεσθαι

쫓아내여지는 것

분사 남성여성중성
προαποστελλομενος

προαποστελλομενου

προαποστελλομενη

προαποστελλομενης

προαποστελλομενον

προαποστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαποστελῶ

(나는) 쫓아내겠다

προαποστελεῖς

(너는) 쫓아내겠다

προαποστελεῖ

(그는) 쫓아내겠다

쌍수 προαποστελεῖτον

(너희 둘은) 쫓아내겠다

προαποστελεῖτον

(그 둘은) 쫓아내겠다

복수 προαποστελοῦμεν

(우리는) 쫓아내겠다

προαποστελεῖτε

(너희는) 쫓아내겠다

προαποστελοῦσιν*

(그들은) 쫓아내겠다

기원법단수 προαποστελοῖμι

(나는) 쫓아내겠기를 (바라다)

προαποστελοῖς

(너는) 쫓아내겠기를 (바라다)

προαποστελοῖ

(그는) 쫓아내겠기를 (바라다)

쌍수 προαποστελοῖτον

(너희 둘은) 쫓아내겠기를 (바라다)

προαποστελοίτην

(그 둘은) 쫓아내겠기를 (바라다)

복수 προαποστελοῖμεν

(우리는) 쫓아내겠기를 (바라다)

προαποστελοῖτε

(너희는) 쫓아내겠기를 (바라다)

προαποστελοῖεν

(그들은) 쫓아내겠기를 (바라다)

부정사 προαποστελεῖν

쫓아낼 것

분사 남성여성중성
προαποστελων

προαποστελουντος

προαποστελουσα

προαποστελουσης

προαποστελουν

προαποστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαποστελοῦμαι

(나는) 쫓아내여지겠다

προαποστελεῖ, προαποστελῇ

(너는) 쫓아내여지겠다

προαποστελεῖται

(그는) 쫓아내여지겠다

쌍수 προαποστελεῖσθον

(너희 둘은) 쫓아내여지겠다

προαποστελεῖσθον

(그 둘은) 쫓아내여지겠다

복수 προαποστελούμεθα

(우리는) 쫓아내여지겠다

προαποστελεῖσθε

(너희는) 쫓아내여지겠다

προαποστελοῦνται

(그들은) 쫓아내여지겠다

기원법단수 προαποστελοίμην

(나는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

προαποστελοῖο

(너는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

προαποστελοῖτο

(그는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

쌍수 προαποστελοῖσθον

(너희 둘은) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

προαποστελοίσθην

(그 둘은) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

복수 προαποστελοίμεθα

(우리는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

προαποστελοῖσθε

(너희는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

προαποστελοῖντο

(그들은) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

부정사 προαποστελεῖσθαι

쫓아내여질 것

분사 남성여성중성
προαποστελουμενος

προαποστελουμενου

προαποστελουμενη

προαποστελουμενης

προαποστελουμενον

προαποστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προήποστελλον

(나는) 쫓아내고 있었다

προήποστελλες

(너는) 쫓아내고 있었다

προήποστελλεν*

(그는) 쫓아내고 있었다

쌍수 προηπο͂στελλετον

(너희 둘은) 쫓아내고 있었다

προηπόστελλετην

(그 둘은) 쫓아내고 있었다

복수 προηπο͂στελλομεν

(우리는) 쫓아내고 있었다

προηπο͂στελλετε

(너희는) 쫓아내고 있었다

προήποστελλον

(그들은) 쫓아내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προηπόστελλομην

(나는) 쫓아내여지고 있었다

προηπο͂στελλου

(너는) 쫓아내여지고 있었다

προηπο͂στελλετο

(그는) 쫓아내여지고 있었다

쌍수 προηπο͂στελλεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여지고 있었다

προηπόστελλεσθην

(그 둘은) 쫓아내여지고 있었다

복수 προηπόστελλομεθα

(우리는) 쫓아내여지고 있었다

προηπο͂στελλεσθε

(너희는) 쫓아내여지고 있었다

προηπο͂στελλοντο

(그들은) 쫓아내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 쫓아내다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION