고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: πραϋντικός πραϋντική πραϋντικόν
Structure: πραϋντικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | πραϋντικός | πραϋντική | πραϋντικόν |
Genitive | πραϋντικοῦ | πραϋντικῆς | πραϋντικοῦ | |
Dative | πραϋντικῷ | πραϋντικῇ | πραϋντικῷ | |
Accusative | πραϋντικόν | πραϋντικήν | πραϋντικόν | |
Vocative | πραϋντικέ | πραϋντική | πραϋντικόν | |
Dual | N/A/V | πραϋντικώ | πραϋντικᾱ́ | πραϋντικώ |
G/D | πραϋντικοῖν | πραϋντικαῖν | πραϋντικοῖν | |
Plural | Nominative | πραϋντικοί | πραϋντικαί | πραϋντικά |
Genitive | πραϋντικῶν | πραϋντικῶν | πραϋντικῶν | |
Dative | πραϋντικοῖς | πραϋντικαῖς | πραϋντικοῖς | |
Accusative | πραϋντικούς | πραϋντικᾱ́ς | πραϋντικά | |
Vocative | πραϋντικοί | πραϋντικαί | πραϋντικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | πραϋντικός πραϋντικοῦ | πραϋντικότερος πραϋντικοτεροῦ | πραϋντικότατος πραϋντικοτατοῦ |
Adverb | πραϋντικώς | πραϋντικότερον | πραϋντικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기