Ancient Greek-English Dictionary Language

πραξικοπέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: πραξικοπέω πραξικοπήσω

Structure: πραξικοπέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ko/ptw

Sense

  1. to take by surprise or treachery, to overreach, outwit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πραξικόπω πραξικόπεις πραξικόπει
Dual πραξικόπειτον πραξικόπειτον
Plural πραξικόπουμεν πραξικόπειτε πραξικόπουσιν*
SubjunctiveSingular πραξικόπω πραξικόπῃς πραξικόπῃ
Dual πραξικόπητον πραξικόπητον
Plural πραξικόπωμεν πραξικόπητε πραξικόπωσιν*
OptativeSingular πραξικόποιμι πραξικόποις πραξικόποι
Dual πραξικόποιτον πραξικοποίτην
Plural πραξικόποιμεν πραξικόποιτε πραξικόποιεν
ImperativeSingular πραξικο͂πει πραξικοπεῖτω
Dual πραξικόπειτον πραξικοπεῖτων
Plural πραξικόπειτε πραξικοποῦντων, πραξικοπεῖτωσαν
Infinitive πραξικόπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πραξικοπων πραξικοπουντος πραξικοπουσα πραξικοπουσης πραξικοπουν πραξικοπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πραξικόπουμαι πραξικόπει, πραξικόπῃ πραξικόπειται
Dual πραξικόπεισθον πραξικόπεισθον
Plural πραξικοποῦμεθα πραξικόπεισθε πραξικόπουνται
SubjunctiveSingular πραξικόπωμαι πραξικόπῃ πραξικόπηται
Dual πραξικόπησθον πραξικόπησθον
Plural πραξικοπώμεθα πραξικόπησθε πραξικόπωνται
OptativeSingular πραξικοποίμην πραξικόποιο πραξικόποιτο
Dual πραξικόποισθον πραξικοποίσθην
Plural πραξικοποίμεθα πραξικόποισθε πραξικόποιντο
ImperativeSingular πραξικόπου πραξικοπεῖσθω
Dual πραξικόπεισθον πραξικοπεῖσθων
Plural πραξικόπεισθε πραξικοπεῖσθων, πραξικοπεῖσθωσαν
Infinitive πραξικόπεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πραξικοπουμενος πραξικοπουμενου πραξικοπουμενη πραξικοπουμενης πραξικοπουμενον πραξικοπουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πραξικοπήσω πραξικοπήσεις πραξικοπήσει
Dual πραξικοπήσετον πραξικοπήσετον
Plural πραξικοπήσομεν πραξικοπήσετε πραξικοπήσουσιν*
OptativeSingular πραξικοπήσοιμι πραξικοπήσοις πραξικοπήσοι
Dual πραξικοπήσοιτον πραξικοπησοίτην
Plural πραξικοπήσοιμεν πραξικοπήσοιτε πραξικοπήσοιεν
Infinitive πραξικοπήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πραξικοπησων πραξικοπησοντος πραξικοπησουσα πραξικοπησουσης πραξικοπησον πραξικοπησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πραξικοπήσομαι πραξικοπήσει, πραξικοπήσῃ πραξικοπήσεται
Dual πραξικοπήσεσθον πραξικοπήσεσθον
Plural πραξικοπησόμεθα πραξικοπήσεσθε πραξικοπήσονται
OptativeSingular πραξικοπησοίμην πραξικοπήσοιο πραξικοπήσοιτο
Dual πραξικοπήσοισθον πραξικοπησοίσθην
Plural πραξικοπησοίμεθα πραξικοπήσοισθε πραξικοπήσοιντο
Infinitive πραξικοπήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πραξικοπησομενος πραξικοπησομενου πραξικοπησομενη πραξικοπησομενης πραξικοπησομενον πραξικοπησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION