Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυκαμπής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυκαμπής πολυκαμπές

Structure: πολυκαμπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ka/mptw

Sense

  1. much bent

Examples

  • "ἀλλ’ ὥσπερ τὸ τῆσ μηδικῆσ σπέρμα πολυκαμπὲσ καὶ σκαληνὸν ἐμφύεται τῇ γῇ καὶ διαμένει πολὺν χρόνον ὑπὸ τραχύτητοσ, οὕτωσ ὁ πόνοσ ἄγκιστρα καὶ ῥίζασ διασπείρων καὶ συμπλεκόμενοσ τῇ σαρκὶ καὶ παραμένων οὐχ ἡμέρασ οὐδὲ νύκτασ μόνον ἀλλὰ καὶ ὡρ́ασ ἐτῶν ἐνίοισ καὶ περιόδουσ ὀλυμπιακὰσ, μόλισ ὑπ’ ἄλλων πόνων ὥσπερ ἥλων σφοδροτέρων ἐκκρουόμενοσ ἀπαλλάττεται. (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 313)
  • "τὸν γὰρ πρῶτον ᾄσαντα τῷ πρώτῳ τῆσ δευτέρασ κλίνησ ἀποστέλλειν, ἐκεῖνον δὲ τῷ πρώτῳ τῆσ τρίτησ, εἶτα τὸν δεύτερον ὁμοίωσ τῷ δευτέρῳ, καὶ τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲσ ὡσ ἐοίκε τῆσ περιόδου σκολιὸν ὠνομάσθη. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 12:17)
  • "σκόπει δὲ μὴ μᾶλλον ἀρρωστία τισ καὶ ψυχρότησ σώματοσ τὸ πολυκαμπὲσ καὶ χαμαιπετὲσ πέφυκεν, προσκρούσεισ πυκνὰσ καὶ ἀντικοπὰσ λαμβάνοντοσ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκισ ἀποκαθίζοντοσ εἶτα πάλιν ἐρχομένου· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 6:8)

Synonyms

  1. much bent

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION