헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλωίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλωίζω

형태분석: πλωίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sail on the sea, began to use ships or practise navigation

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλωίζω

πλωίζεις

πλωίζει

쌍수 πλωίζετον

πλωίζετον

복수 πλωίζομεν

πλωίζετε

πλωίζουσιν*

접속법단수 πλωίζω

πλωίζῃς

πλωίζῃ

쌍수 πλωίζητον

πλωίζητον

복수 πλωίζωμεν

πλωίζητε

πλωίζωσιν*

기원법단수 πλωίζοιμι

πλωίζοις

πλωίζοι

쌍수 πλωίζοιτον

πλωιζοίτην

복수 πλωίζοιμεν

πλωίζοιτε

πλωίζοιεν

명령법단수 πλώιζε

πλωιζέτω

쌍수 πλωίζετον

πλωιζέτων

복수 πλωίζετε

πλωιζόντων, πλωιζέτωσαν

부정사 πλωίζειν

분사 남성여성중성
πλωιζων

πλωιζοντος

πλωιζουσα

πλωιζουσης

πλωιζον

πλωιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλωίζομαι

πλωίζει, πλωίζῃ

πλωίζεται

쌍수 πλωίζεσθον

πλωίζεσθον

복수 πλωιζόμεθα

πλωίζεσθε

πλωίζονται

접속법단수 πλωίζωμαι

πλωίζῃ

πλωίζηται

쌍수 πλωίζησθον

πλωίζησθον

복수 πλωιζώμεθα

πλωίζησθε

πλωίζωνται

기원법단수 πλωιζοίμην

πλωίζοιο

πλωίζοιτο

쌍수 πλωίζοισθον

πλωιζοίσθην

복수 πλωιζοίμεθα

πλωίζοισθε

πλωίζοιντο

명령법단수 πλωίζου

πλωιζέσθω

쌍수 πλωίζεσθον

πλωιζέσθων

복수 πλωίζεσθε

πλωιζέσθων, πλωιζέσθωσαν

부정사 πλωίζεσθαι

분사 남성여성중성
πλωιζομενος

πλωιζομενου

πλωιζομενη

πλωιζομενης

πλωιζομενον

πλωιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION