Ancient Greek-English Dictionary Language

πλαγιάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πλαγιάζω πλαγιάσω

Structure: πλαγιάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: pla/gios

Sense

  1. to turn sideways or aside, to beat up, to adapt, to circumstances

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλαγιάζω πλαγιάζεις πλαγιάζει
Dual πλαγιάζετον πλαγιάζετον
Plural πλαγιάζομεν πλαγιάζετε πλαγιάζουσιν*
SubjunctiveSingular πλαγιάζω πλαγιάζῃς πλαγιάζῃ
Dual πλαγιάζητον πλαγιάζητον
Plural πλαγιάζωμεν πλαγιάζητε πλαγιάζωσιν*
OptativeSingular πλαγιάζοιμι πλαγιάζοις πλαγιάζοι
Dual πλαγιάζοιτον πλαγιαζοίτην
Plural πλαγιάζοιμεν πλαγιάζοιτε πλαγιάζοιεν
ImperativeSingular πλαγίαζε πλαγιαζέτω
Dual πλαγιάζετον πλαγιαζέτων
Plural πλαγιάζετε πλαγιαζόντων, πλαγιαζέτωσαν
Infinitive πλαγιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πλαγιαζων πλαγιαζοντος πλαγιαζουσα πλαγιαζουσης πλαγιαζον πλαγιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλαγιάζομαι πλαγιάζει, πλαγιάζῃ πλαγιάζεται
Dual πλαγιάζεσθον πλαγιάζεσθον
Plural πλαγιαζόμεθα πλαγιάζεσθε πλαγιάζονται
SubjunctiveSingular πλαγιάζωμαι πλαγιάζῃ πλαγιάζηται
Dual πλαγιάζησθον πλαγιάζησθον
Plural πλαγιαζώμεθα πλαγιάζησθε πλαγιάζωνται
OptativeSingular πλαγιαζοίμην πλαγιάζοιο πλαγιάζοιτο
Dual πλαγιάζοισθον πλαγιαζοίσθην
Plural πλαγιαζοίμεθα πλαγιάζοισθε πλαγιάζοιντο
ImperativeSingular πλαγιάζου πλαγιαζέσθω
Dual πλαγιάζεσθον πλαγιαζέσθων
Plural πλαγιάζεσθε πλαγιαζέσθων, πλαγιαζέσθωσαν
Infinitive πλαγιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πλαγιαζομενος πλαγιαζομενου πλαγιαζομενη πλαγιαζομενης πλαγιαζομενον πλαγιαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰ μὲν οὖν ἐπλαγίαζεσ, οὕτωσ ἂν ἔλεγεσ· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 5:3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION