헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πιθηκοφαγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πιθηκοφαγέω πιθηκοφαγήσω

형태분석: πιθηκοφαγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: fagei=n

  1. to eat ape's flesh

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιθηκοφάγω

πιθηκοφάγεις

πιθηκοφάγει

쌍수 πιθηκοφάγειτον

πιθηκοφάγειτον

복수 πιθηκοφάγουμεν

πιθηκοφάγειτε

πιθηκοφάγουσιν*

접속법단수 πιθηκοφάγω

πιθηκοφάγῃς

πιθηκοφάγῃ

쌍수 πιθηκοφάγητον

πιθηκοφάγητον

복수 πιθηκοφάγωμεν

πιθηκοφάγητε

πιθηκοφάγωσιν*

기원법단수 πιθηκοφάγοιμι

πιθηκοφάγοις

πιθηκοφάγοι

쌍수 πιθηκοφάγοιτον

πιθηκοφαγοίτην

복수 πιθηκοφάγοιμεν

πιθηκοφάγοιτε

πιθηκοφάγοιεν

명령법단수 πιθηκοφᾶγει

πιθηκοφαγεῖτω

쌍수 πιθηκοφάγειτον

πιθηκοφαγεῖτων

복수 πιθηκοφάγειτε

πιθηκοφαγοῦντων, πιθηκοφαγεῖτωσαν

부정사 πιθηκοφάγειν

분사 남성여성중성
πιθηκοφαγων

πιθηκοφαγουντος

πιθηκοφαγουσα

πιθηκοφαγουσης

πιθηκοφαγουν

πιθηκοφαγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιθηκοφάγουμαι

πιθηκοφάγει, πιθηκοφάγῃ

πιθηκοφάγειται

쌍수 πιθηκοφάγεισθον

πιθηκοφάγεισθον

복수 πιθηκοφαγοῦμεθα

πιθηκοφάγεισθε

πιθηκοφάγουνται

접속법단수 πιθηκοφάγωμαι

πιθηκοφάγῃ

πιθηκοφάγηται

쌍수 πιθηκοφάγησθον

πιθηκοφάγησθον

복수 πιθηκοφαγώμεθα

πιθηκοφάγησθε

πιθηκοφάγωνται

기원법단수 πιθηκοφαγοίμην

πιθηκοφάγοιο

πιθηκοφάγοιτο

쌍수 πιθηκοφάγοισθον

πιθηκοφαγοίσθην

복수 πιθηκοφαγοίμεθα

πιθηκοφάγοισθε

πιθηκοφάγοιντο

명령법단수 πιθηκοφάγου

πιθηκοφαγεῖσθω

쌍수 πιθηκοφάγεισθον

πιθηκοφαγεῖσθων

복수 πιθηκοφάγεισθε

πιθηκοφαγεῖσθων, πιθηκοφαγεῖσθωσαν

부정사 πιθηκοφάγεισθαι

분사 남성여성중성
πιθηκοφαγουμενος

πιθηκοφαγουμενου

πιθηκοφαγουμενη

πιθηκοφαγουμενης

πιθηκοφαγουμενον

πιθηκοφαγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιθηκοφαγήσω

πιθηκοφαγήσεις

πιθηκοφαγήσει

쌍수 πιθηκοφαγήσετον

πιθηκοφαγήσετον

복수 πιθηκοφαγήσομεν

πιθηκοφαγήσετε

πιθηκοφαγήσουσιν*

기원법단수 πιθηκοφαγήσοιμι

πιθηκοφαγήσοις

πιθηκοφαγήσοι

쌍수 πιθηκοφαγήσοιτον

πιθηκοφαγησοίτην

복수 πιθηκοφαγήσοιμεν

πιθηκοφαγήσοιτε

πιθηκοφαγήσοιεν

부정사 πιθηκοφαγήσειν

분사 남성여성중성
πιθηκοφαγησων

πιθηκοφαγησοντος

πιθηκοφαγησουσα

πιθηκοφαγησουσης

πιθηκοφαγησον

πιθηκοφαγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πιθηκοφαγήσομαι

πιθηκοφαγήσει, πιθηκοφαγήσῃ

πιθηκοφαγήσεται

쌍수 πιθηκοφαγήσεσθον

πιθηκοφαγήσεσθον

복수 πιθηκοφαγησόμεθα

πιθηκοφαγήσεσθε

πιθηκοφαγήσονται

기원법단수 πιθηκοφαγησοίμην

πιθηκοφαγήσοιο

πιθηκοφαγήσοιτο

쌍수 πιθηκοφαγήσοισθον

πιθηκοφαγησοίσθην

복수 πιθηκοφαγησοίμεθα

πιθηκοφαγήσοισθε

πιθηκοφαγήσοιντο

부정사 πιθηκοφαγήσεσθαι

분사 남성여성중성
πιθηκοφαγησομενος

πιθηκοφαγησομενου

πιθηκοφαγησομενη

πιθηκοφαγησομενης

πιθηκοφαγησομενον

πιθηκοφαγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to eat ape's flesh

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION