Ancient Greek-English Dictionary Language

πιθανόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: πιθανόω πιθανώσω

Structure: πιθανό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: piqano/s

Sense

  1. to make probable

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιθανῶ πιθανοῖς πιθανοῖ
Dual πιθανοῦτον πιθανοῦτον
Plural πιθανοῦμεν πιθανοῦτε πιθανοῦσιν*
SubjunctiveSingular πιθανῶ πιθανοῖς πιθανοῖ
Dual πιθανῶτον πιθανῶτον
Plural πιθανῶμεν πιθανῶτε πιθανῶσιν*
OptativeSingular πιθανοῖμι πιθανοῖς πιθανοῖ
Dual πιθανοῖτον πιθανοίτην
Plural πιθανοῖμεν πιθανοῖτε πιθανοῖεν
ImperativeSingular πιθάνου πιθανούτω
Dual πιθανοῦτον πιθανούτων
Plural πιθανοῦτε πιθανούντων, πιθανούτωσαν
Infinitive πιθανοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
πιθανων πιθανουντος πιθανουσα πιθανουσης πιθανουν πιθανουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιθανοῦμαι πιθανοῖ πιθανοῦται
Dual πιθανοῦσθον πιθανοῦσθον
Plural πιθανούμεθα πιθανοῦσθε πιθανοῦνται
SubjunctiveSingular πιθανῶμαι πιθανοῖ πιθανῶται
Dual πιθανῶσθον πιθανῶσθον
Plural πιθανώμεθα πιθανῶσθε πιθανῶνται
OptativeSingular πιθανοίμην πιθανοῖο πιθανοῖτο
Dual πιθανοῖσθον πιθανοίσθην
Plural πιθανοίμεθα πιθανοῖσθε πιθανοῖντο
ImperativeSingular πιθανοῦ πιθανούσθω
Dual πιθανοῦσθον πιθανούσθων
Plural πιθανοῦσθε πιθανούσθων, πιθανούσθωσαν
Infinitive πιθανοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πιθανουμενος πιθανουμενου πιθανουμενη πιθανουμενης πιθανουμενον πιθανουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION